Χθες το απόγευμα είχα κατέβει στο Λευκό Πύργο. Πολύς ο κόσμος, μια και έχει αυτές τις μέρες και την έκθεση βιβλίου, που κάθε χρόνο γίνεται στην παραλία με το που καλοκαιρίαζει. Κάτω από τον Πύργο οι αγανακτισμένοι και γύρω-γύρω καντίνες: σουβλάκια, καλαμπόκια, λουκουμάδες. Οι λουκουμάδες, ενενήντα λεπτά το κεσεδάκι χωρίς σιρόπι, ένα ευρώ με σιρόπι, δυόμισι ο μεγάλος κεσές – όλα, εννοείται, χωρίς αποδείξεις. Και με καρφωμένα ελληνικά σημαιάκια σε κάθε κεσεδάκι ή κεσέ. Οι λουκουμάδες της αγανάκτησης. Τα ίδια είχα δει και στην πλατεία Συντάγματος, συν πολλές μπύρες για τους διψασμένους. Η αγανάκτηση όσο να 'ναι ανοίγει την όρεξη, άμα κάνει και ζέστη σηκώνει και μια μπυρίτσα (και δυο, και τρεις). Αυτή η αγανάκτηση μου φαίνεται ότι ήρθε αργά. Πολύ αργά. Πριν χρόνια αναρωτιόμουν, χωρίς ποτέ να πάρω την έμπρακτη απάντηση που περίμενα, πότε ήταν η τελευταία φορά που οργανώθηκε ένα συλλαλητήριο ενάντια στο νέφος ή στις βιομηχανίες που μολύνουν. Ενάντια στη διαφθορά, την αναξιοκρατία και την ανεργία. Αναρωτήθηκα πότε μας ανησύχησε το πολιτιστικό μας έλλειμμα, το ότι μουσεία και βιβλιοπωλεία φυτοζωούν ενώ ανθούν σουβλατζίδικα και κομμωτήρια. Προσπάθησα να θυμηθώ πότε οργανώθηκε η τελευταία διαδήλωση διαμαρτυρίας ενάντια στην ερήμωση και την εγκατάλειψη της ελληνικής υπαίθρου. Ή ως οδηγοί πότε διαμαρτυρηθήκαμε για την άθλια κατάσταση των δρόμων, που κοστίζει τόσες ανθρώπινες ζωές σε δυστυχήματα και ως πεζοί για τα ξεχαρβαλωμένα πεζοδρόμια, στα οποία ακόμα κι όταν δεν έχουν καταληφθεί από αυτοκίνητα, βαδίζουμε με δυσκολία. Πότε έγινε η τελευταία διαδήλωση ενάντια στην επέλαση της ακροδεξιάς, της ξενοφοβίας και του άκρατου εθνικισμού και την καθημερινή σκανδαλώδη προβολή τους από τηλεπαράθυρα που στάζουν μισαλλοδοξία και φανατισμό. Ενάντια σε μεσημεριανές εκπομπές, τηλεπαιχνίδια και σκανδαλοθηρικά έντυπα που μας αποχαυνώνουν ανελέητα. Έσκασα, αλλά δεν κατάφερα να θυμηθώ πότε διαμαρτυρηθήκαμε ενάντια στο ναρκωτικό της ξέφρενης, μαζικής κατανάλωσης στο οποίο εθιστήκαμε οι Έλληνες, έχοντας σχεδόν μετατραπεί σε αυτοματοποιημένα ανθρωποειδή που καταναλώνουν νευρωτικά, αποκοιμούνται εμπρός στην τηλεόραση, αγχώνονται μήπως και τσαλακώσουν το καινούργιο τους αυτοκίνητο καβαλώντας πεζοδρόμια και «σερφάρουν» σε πορνοσελίδες του internet. Ακόμα, προσπάθησα να θυμηθώ πότε ήταν που διαμαρτυρηθήκαμε ενάντια στους εμπόρους αυτού του ναρκωτικού που κατ’ ευφημισμό τους λέμε τράπεζες, οι οποίοι με διαρκώς «ευκολότερα» καταναλωτικά δάνεια και πιο «συμφέρουσες» πιστωτικές κάρτες φροντίζουν ώστε να μην ξεφύγουμε ποτέ από την εξάρτησή μας. Πότε βγήκαμε στους δρόμους για την κατάντια της ελληνικής οικονομίας που παραμένει αγροτική και της επιστημονικής έρευνας, της διανόησης και της επιχειρηματικότητας που παραμένουν στάσιμες.
Η αγανάκτηση για όλα αυτά, παρότι τα ζούσαμε, τα βλέπαμε, τα νιώθαμε, δεν ήρθε ποτέ. Η αγανάκτηση ήρθε μόνο όταν έκλεισαν οι τραπεζικές βρύσες της δανεικής καλοπέρασης, όταν άρχισαν να τελειώνουν τα λεφτά που εγγυούνταν τη συνέχιση μιας κούφιας ζωής επιδεικτικής κατανάλωσης. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που τώρα δηλώνουν αγανακτισμένοι δεν είχαν, τότε – και αυτό το τότε κρατάει χρόνια πολλά –, κανένα πρόβλημα με όλα όσα μας έφτασαν μέχρι το σήμερα, όσο είχαν τη δουλίτσα τους ή έστω μια υποψία δουλίτσας, όσο μπορούσαν ακόμη να δανείζονται για να αγοράζουν αυτοκίνητα, μεζονέτες, διακοπές, όσο μπορούσαν να αποχαυνώνονται από την τηλεόραση ανενόχλητοι από σκοτούρες, μνημόνια, τρόικες. Ύστερα από το πανηγύρι του Συντάγματος πήρα χθες και μια γεύση από το πανηγυράκι του Λευκού Πύργου. Το καλαμπόκι μου ήταν ψιλοκαμμένο, ο πασατέμπος όχι πολύ τραγανιστός. Αλλά οι λουκουμάδες στον μεγάλο κεσέ με τα σημαιάκια καλοί. Από όλη αυτή την ιστορία, αυτούς θα θυμάμαι.
Η αγανάκτηση για όλα αυτά, παρότι τα ζούσαμε, τα βλέπαμε, τα νιώθαμε, δεν ήρθε ποτέ. Η αγανάκτηση ήρθε μόνο όταν έκλεισαν οι τραπεζικές βρύσες της δανεικής καλοπέρασης, όταν άρχισαν να τελειώνουν τα λεφτά που εγγυούνταν τη συνέχιση μιας κούφιας ζωής επιδεικτικής κατανάλωσης. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι που τώρα δηλώνουν αγανακτισμένοι δεν είχαν, τότε – και αυτό το τότε κρατάει χρόνια πολλά –, κανένα πρόβλημα με όλα όσα μας έφτασαν μέχρι το σήμερα, όσο είχαν τη δουλίτσα τους ή έστω μια υποψία δουλίτσας, όσο μπορούσαν ακόμη να δανείζονται για να αγοράζουν αυτοκίνητα, μεζονέτες, διακοπές, όσο μπορούσαν να αποχαυνώνονται από την τηλεόραση ανενόχλητοι από σκοτούρες, μνημόνια, τρόικες. Ύστερα από το πανηγύρι του Συντάγματος πήρα χθες και μια γεύση από το πανηγυράκι του Λευκού Πύργου. Το καλαμπόκι μου ήταν ψιλοκαμμένο, ο πασατέμπος όχι πολύ τραγανιστός. Αλλά οι λουκουμάδες στον μεγάλο κεσέ με τα σημαιάκια καλοί. Από όλη αυτή την ιστορία, αυτούς θα θυμάμαι.
3 σχόλια:
Οι αντιδράσεις του κόσμου εξηγούν γιατί φτάσαμε ως εδώ... Ακόμα και τώρα οι περισσότεροι φοβάμαι πως δεν έχουν καταλάβει τι συμβαίνει. Αν μας έδιναν "δώρο" 100-200 δισ. για να συνεχίσουμε όπως πριν, όλοι χαρούμενοι θα ήτανε...
Αναρωτιέμαι, βρε Οδυσσέα, πώς να σου φαίνονται όλα αυτά από τη μακρινή, όχι μόνο γεωγραφικά αλλά και πολιτισμικά, Νορβηγία...
Πώς να μου φανούν... Με στεναχωρούν. Ελπίζω τουλάχιστον ο κόσμος να αρχίσει να ξυπνάει σιγά-σιγά, αλλά για να γίνει αυτό πρέπει να ακουστούν όσοι έχουν την ικανότητα να σκέφτονται λογικά.
Είδα πάντως κάποια σχόλια "αγανακτισμένων" σε διάφορες ιστοσελίδες και απογοητεύτηκα...
Δημοσίευση σχολίου