«Έχεις κάρτες και δάνεια, χρέη που δεν μπορείς να πληρώσεις; Και φοβάσαι ότι θα χάσεις το σπίτι σου; Βγάλε την πλερέζα. Κάλεσε τώρα...»
Αυτά περίπου λέει η διαφήμιση, που με «χιούμορ», επιστρατεύοντας τον τηλεοπτικό σωσία του βασιλιά των κινηματογραφικών μελό Νίκου Ξανθόπουλου, ρουτινοποιεί τη δυστυχία εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Πλέον, ο ανθρώπινος πόνος, η απόγνωση, βγήκαν από το σαρακοφαγωμένο, ντεμοντέ χρονοντούλαπο της ανθρώπινης ιστορίας. Άλλαξαν. Βγήκαν στην τηλεόραση. Ξέφυγαν από την ανελέητη πραγματικότητα που πολλοί ζουν – ζούμε – και εντάχθηκαν στην τηλεοπτική υπερπραγματικότητα, βρήκαν μια θέση στις διαφημίσεις που «πέφτουν» ανάμεσα σε ταινίες ή σίριαλ. Έγιναν ένα προβληματάκι της καθημερινότητας όπως η πιτυρίδα ή τα «ταλαιπωρημένα» μαλλιά, που κάποιοι ειδικοί πίσω από αυτόν το μαγικό αριθμό μπορούν, ναι, μπορούν να σε βοηθήσουν να αντιμετωπίσεις. Θα δεις τι αυτοκίνητο θα αγοράσεις, ποιο απορρυπαντικό τα κάνει ακόμα πιο λευκά, ποιο «έξυπνο» κινητό κυκλοφορεί με έκπτωση, α και κάτι ακόμα: πώς δεν θα χάσεις το σπίτι σου.
Οι ταινίες στις οποίες πρωταγωνιστούσε ο Νίκος Ξανθόπουλος, ταινίες που τον έκαναν λαϊκό ίνδαλμα, έριχναν κάποιες ομολογουμένως πρόχειρες αλλά, παρά ταύτα, ανθρώπινες γέφυρες μεταξύ γειτονιάς και μεγάλης οθόνης, σχοινένιες γέφυρες από τις οποίες περνούσαν τα δράματα που ζούσαν οι θεατές στις προσωπικές τους μικροσφαίρες σε μια εποχή δύσκολη για την Ελλάδα – εποχή μετανάστευσης, φτώχειας – και κατέληγαν στο πανί. Εκεί, με κάποιες δόσεις μελοδραματισμού που σήμερα μοιάζουν υπερβολικές, ο «κοινωνικός» αυτός κινηματογράφος, κάπως άτεχνα αλλά με ισχυρές δόσεις αυθεντικότητας δραματοποιούσε, θεματοποιούσε όσα περνούσε ο απλός λαός. Όχι για να τα εξουδετερώσει, να τα ρουτινοποιήσει, όπως η διαφήμισή μας. Αφελώς ενδεχομένως αλλά ειλικρινώς, στόχος του ήταν να τα αναδείξει, σε όλο τους το τετριμμένο αλλά ανθρώπινο μεγαλείο, αποσπώντας βεβαίως και το εύκολο δάκρυ, που θα γέμιζε τα ταμεία.
Η συγκεκριμένη διαφήμιση εντάσσεται σε ένα νέο είδος, ένα καινούργιο genre διαφημίσεων που θα ονομάζαμε, σε αντιδιαστολή με το συναισθηματικό κινηματογράφο του τότε, αντικοινωνικές. Στόχος της δεν στάθηκε ποτέ η έστω πρόχειρη ανάδειξη των δυσκολιών, των επώδυνων αγκαθιών που έσπειρε η κρίση στις ζωές των ανθρώπων. Αλλά η νορμαλοποίηση των πιο απάνθρωπών της όψεων. Γι’ αυτό και μεγαλύτερο αρνητικό δέος, βαθύτερο προβληματισμό από την ίδια την κρίση την οποία σήμερα βιώνει η Ελλάδα, προκαλεί αυτή ακριβώς η απόπειρα τεχνητής σμίκρυνσης ακόμη και των πιο οδυνηρών σπασμών της, που μαστιγώνουν ανελέητα όσους βρέθηκαν στη δίνη της. Γιατί η κρίση, ακόμη και η χειρότερη, αντιμετωπίζεται. Η τηλεοπτική της όμως μετάλλαξη, σκληρότερη και από την ίδια την σκληρή πραγματικότητα της κρίσης, σε αφήνει άφωνο. Και με τη συνειδητοποίηση ότι οι εποχές του μελό πέρασαν, ανεπιστρεπτί: ζούμε, πλέον, σε καιρούς πιο κυνικούς, για γερά στομάχια. Όχι πια δάκρυα, όπως υποσχόταν και μια παλιά διαφήμιση σαμπουάν.
δημοσιεύτηκε στο σάιτ του περιoδικού Parallaxi (εδώ)
Αυτά περίπου λέει η διαφήμιση, που με «χιούμορ», επιστρατεύοντας τον τηλεοπτικό σωσία του βασιλιά των κινηματογραφικών μελό Νίκου Ξανθόπουλου, ρουτινοποιεί τη δυστυχία εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Πλέον, ο ανθρώπινος πόνος, η απόγνωση, βγήκαν από το σαρακοφαγωμένο, ντεμοντέ χρονοντούλαπο της ανθρώπινης ιστορίας. Άλλαξαν. Βγήκαν στην τηλεόραση. Ξέφυγαν από την ανελέητη πραγματικότητα που πολλοί ζουν – ζούμε – και εντάχθηκαν στην τηλεοπτική υπερπραγματικότητα, βρήκαν μια θέση στις διαφημίσεις που «πέφτουν» ανάμεσα σε ταινίες ή σίριαλ. Έγιναν ένα προβληματάκι της καθημερινότητας όπως η πιτυρίδα ή τα «ταλαιπωρημένα» μαλλιά, που κάποιοι ειδικοί πίσω από αυτόν το μαγικό αριθμό μπορούν, ναι, μπορούν να σε βοηθήσουν να αντιμετωπίσεις. Θα δεις τι αυτοκίνητο θα αγοράσεις, ποιο απορρυπαντικό τα κάνει ακόμα πιο λευκά, ποιο «έξυπνο» κινητό κυκλοφορεί με έκπτωση, α και κάτι ακόμα: πώς δεν θα χάσεις το σπίτι σου.
Οι ταινίες στις οποίες πρωταγωνιστούσε ο Νίκος Ξανθόπουλος, ταινίες που τον έκαναν λαϊκό ίνδαλμα, έριχναν κάποιες ομολογουμένως πρόχειρες αλλά, παρά ταύτα, ανθρώπινες γέφυρες μεταξύ γειτονιάς και μεγάλης οθόνης, σχοινένιες γέφυρες από τις οποίες περνούσαν τα δράματα που ζούσαν οι θεατές στις προσωπικές τους μικροσφαίρες σε μια εποχή δύσκολη για την Ελλάδα – εποχή μετανάστευσης, φτώχειας – και κατέληγαν στο πανί. Εκεί, με κάποιες δόσεις μελοδραματισμού που σήμερα μοιάζουν υπερβολικές, ο «κοινωνικός» αυτός κινηματογράφος, κάπως άτεχνα αλλά με ισχυρές δόσεις αυθεντικότητας δραματοποιούσε, θεματοποιούσε όσα περνούσε ο απλός λαός. Όχι για να τα εξουδετερώσει, να τα ρουτινοποιήσει, όπως η διαφήμισή μας. Αφελώς ενδεχομένως αλλά ειλικρινώς, στόχος του ήταν να τα αναδείξει, σε όλο τους το τετριμμένο αλλά ανθρώπινο μεγαλείο, αποσπώντας βεβαίως και το εύκολο δάκρυ, που θα γέμιζε τα ταμεία.
Η συγκεκριμένη διαφήμιση εντάσσεται σε ένα νέο είδος, ένα καινούργιο genre διαφημίσεων που θα ονομάζαμε, σε αντιδιαστολή με το συναισθηματικό κινηματογράφο του τότε, αντικοινωνικές. Στόχος της δεν στάθηκε ποτέ η έστω πρόχειρη ανάδειξη των δυσκολιών, των επώδυνων αγκαθιών που έσπειρε η κρίση στις ζωές των ανθρώπων. Αλλά η νορμαλοποίηση των πιο απάνθρωπών της όψεων. Γι’ αυτό και μεγαλύτερο αρνητικό δέος, βαθύτερο προβληματισμό από την ίδια την κρίση την οποία σήμερα βιώνει η Ελλάδα, προκαλεί αυτή ακριβώς η απόπειρα τεχνητής σμίκρυνσης ακόμη και των πιο οδυνηρών σπασμών της, που μαστιγώνουν ανελέητα όσους βρέθηκαν στη δίνη της. Γιατί η κρίση, ακόμη και η χειρότερη, αντιμετωπίζεται. Η τηλεοπτική της όμως μετάλλαξη, σκληρότερη και από την ίδια την σκληρή πραγματικότητα της κρίσης, σε αφήνει άφωνο. Και με τη συνειδητοποίηση ότι οι εποχές του μελό πέρασαν, ανεπιστρεπτί: ζούμε, πλέον, σε καιρούς πιο κυνικούς, για γερά στομάχια. Όχι πια δάκρυα, όπως υποσχόταν και μια παλιά διαφήμιση σαμπουάν.
δημοσιεύτηκε στο σάιτ του περιoδικού Parallaxi (εδώ)