23 Φεβ 2012

Όχι πια δάκρυα

«Έχεις κάρτες και δάνεια, χρέη που δεν μπορείς να πληρώσεις; Και φοβάσαι ότι θα χάσεις το σπίτι σου; Βγάλε την πλερέζα. Κάλεσε τώρα...»

Αυτά περίπου λέει η διαφήμιση, που με «χιούμορ», επιστρατεύοντας τον τηλεοπτικό σωσία του βασιλιά των κινηματογραφικών μελό Νίκου Ξανθόπουλου, ρουτινοποιεί τη δυστυχία εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων. Πλέον, ο ανθρώπινος πόνος, η απόγνωση, βγήκαν από το σαρακοφαγωμένο, ντεμοντέ χρονοντούλαπο της ανθρώπινης ιστορίας. Άλλαξαν. Βγήκαν στην τηλεόραση. Ξέφυγαν από την ανελέητη πραγματικότητα που πολλοί ζουν – ζούμε – και εντάχθηκαν στην τηλεοπτική υπερπραγματικότητα, βρήκαν μια θέση στις διαφημίσεις που «πέφτουν» ανάμεσα σε ταινίες ή σίριαλ. Έγιναν ένα προβληματάκι της καθημερινότητας όπως η πιτυρίδα ή τα «ταλαιπωρημένα» μαλλιά, που κάποιοι ειδικοί πίσω από αυτόν το μαγικό αριθμό μπορούν, ναι, μπορούν να σε βοηθήσουν να αντιμετωπίσεις. Θα δεις τι αυτοκίνητο θα αγοράσεις, ποιο απορρυπαντικό τα κάνει ακόμα πιο λευκά, ποιο «έξυπνο» κινητό κυκλοφορεί με έκπτωση, α και κάτι ακόμα: πώς δεν θα χάσεις το σπίτι σου.

Οι ταινίες στις οποίες πρωταγωνιστούσε ο Νίκος Ξανθόπουλος, ταινίες που τον έκαναν λαϊκό ίνδαλμα, έριχναν κάποιες ομολογουμένως πρόχειρες αλλά, παρά ταύτα, ανθρώπινες γέφυρες μεταξύ γειτονιάς και μεγάλης οθόνης, σχοινένιες γέφυρες από τις οποίες περνούσαν τα δράματα που ζούσαν οι θεατές στις προσωπικές τους μικροσφαίρες σε μια εποχή δύσκολη για την Ελλάδα – εποχή μετανάστευσης, φτώχειας – και κατέληγαν στο πανί. Εκεί, με κάποιες δόσεις μελοδραματισμού που σήμερα μοιάζουν υπερβολικές, ο «κοινωνικός» αυτός κινηματογράφος, κάπως άτεχνα αλλά με ισχυρές δόσεις αυθεντικότητας δραματοποιούσε, θεματοποιούσε όσα περνούσε ο απλός λαός. Όχι για να τα εξουδετερώσει, να τα ρουτινοποιήσει, όπως η διαφήμισή μας. Αφελώς ενδεχομένως αλλά ειλικρινώς, στόχος του ήταν να τα αναδείξει, σε όλο τους το τετριμμένο αλλά ανθρώπινο μεγαλείο, αποσπώντας βεβαίως και το εύκολο δάκρυ, που θα γέμιζε τα ταμεία.

Η συγκεκριμένη διαφήμιση εντάσσεται σε ένα νέο είδος, ένα καινούργιο genre διαφημίσεων που θα ονομάζαμε, σε αντιδιαστολή με το συναισθηματικό κινηματογράφο του τότε, αντικοινωνικές. Στόχος της δεν στάθηκε ποτέ η έστω πρόχειρη ανάδειξη των δυσκολιών, των επώδυνων αγκαθιών που έσπειρε η κρίση στις ζωές των ανθρώπων. Αλλά η νορμαλοποίηση των πιο απάνθρωπών της όψεων. Γι’ αυτό και μεγαλύτερο αρνητικό δέος, βαθύτερο προβληματισμό από την ίδια την κρίση την οποία σήμερα βιώνει η Ελλάδα, προκαλεί αυτή ακριβώς η απόπειρα τεχνητής σμίκρυνσης ακόμη και των πιο οδυνηρών σπασμών της, που μαστιγώνουν ανελέητα όσους βρέθηκαν στη δίνη της. Γιατί η κρίση, ακόμη και η χειρότερη, αντιμετωπίζεται. Η τηλεοπτική της όμως μετάλλαξη, σκληρότερη και από την ίδια την σκληρή πραγματικότητα της κρίσης, σε αφήνει άφωνο. Και με τη συνειδητοποίηση ότι οι εποχές του μελό πέρασαν, ανεπιστρεπτί: ζούμε, πλέον, σε καιρούς πιο κυνικούς, για γερά στομάχια. Όχι πια δάκρυα, όπως υποσχόταν και μια παλιά διαφήμιση σαμπουάν.

δημοσιεύτηκε στο σάιτ του περιoδικού Parallaxi (εδώ)

22 Φεβ 2012

Εδώ καίγονται ζωές…

…κι εσείς θρηνείτε για ένα σινεμά; Προσπαθώ, παρακολουθώντας τους σχετικούς διαξιφισμούς στο ελληνικό ίντερνετ, να καταλάβω προς τι ο διχασμός αυτός, μεταξύ των πενθούντων για το «Αττικόν» και κάποιων άλλων, που θεωρούν «εστέτ» τους πρώτους και προτιμούν να πενθήσουν για τους ανθρώπους που πεινάνε στην Αθήνα, τους άστεγους, τους άνεργους. Ένας διχασμός τεχνητός, καθώς και οι μεν και οι δε στην ίδια χώρα ζουν, στα ίδια πεζοδρόμια βαδίζουν, στους ίδιους δρόμους κυκλοφορούν. Ναι, κι εμένα με στενοχώρησε αφάνταστα η καταστροφή ενός ιστορικού κινηματογράφου της Αθήνας. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν με θλίβουν και η πείνα ή η φτώχεια που καλπάζουν, με καλπασμό άγριο, απάνθρωπο, ισοπεδωτικό, στην σημερινή Ελλάδα, στην Αθήνα. Κάποιοι πήγαν, επιπλέον, με αναμμένα κεριά και στάθηκαν έξω από τον καμένο κινηματογράφο. Και θεωρήθηκαν, από τους «άλλους», εκπρόσωποι ενός ξεπερασμένου, βολεμένου, «αντεπαναστατικού» μεγαλοαστισμού. Από πότε όμως αποτελεί πράξη επαναστατική να καις έναν κινηματογράφο; Ένα βιβλιοπωλείο; Βιβλία κάηκαν τελευταία φορά στην Ελλάδα, σε σωρούς, επί μεταξικής δικτατορίας. Σε δημόσιες πυρές. Κάπως σαν αυτές, που έκαιγαν στην Αθήνα την προπερασμένη Κυριακή. Η καταστροφή της περιουσίας του άλλου και, ακόμα περισσότερο, της πολιτιστικής περιουσίας ενός λαού δεν αποτελεί πράξη «αντίδρασης» σε ένα κατεστημένο. Αλλά πράξη μίσους. Απλού και καθαρού μίσους. Και το μίσος χαρακτήριζε ανέκαθεν καθεστώτα «κλειστά», φοβικά, αυταρχικά - και ανθρώπους αυτού του τύπου. Για να μισείς, τόσο, ώστε να καταστρέφεις τυφλά, πρέπει να φοβάσαι, να φοβάσαι πολύ. Και ο φοβισμένος άνθρωπος καταντά ανελεύθερος, κοιτά μόνο την επιβίωσή του σε βάρος των υπολοίπων, φτάνει σε μια κατάσταση ζωώδη. Δεν θα απολογηθώ λοιπόν για τη λύπη μου για τον κατεστραμμένο κινηματογράφο. Γιατί οι «καμένες» από την κρίση που ζούμε ανθρώπινες ζωές, η φτώχεια, η ανεργία, η πείνα, γίνονται ακόμα πιο αφόρητες, ακόμα πιο αβάσταχτες χωρίς αυτό που μας κάνει, πριν και πρώτα απ’ όλα ανθρώπους, αυτό που γλυκαίνει, που κάνει κάπως πιο ανεκτή την στυφή γεύση της εξαθλίωσης: τον πολιτισμό μας.

δημοσιεύτηκε στο σάιτ του περιοδικού Parallaxi (εδώ)

18 Φεβ 2012

Κύλησε ο τέντζερης και βρήκε τα καπάκια

Η προσχώρηση Άδωνη Γεωργιάδη και Μάκη Βορίδη, ενός γνωστού για τα ανελαστικά εθνικοπατριωτικά του ιδεώδη φανατικού και ενός πρώην μέλους της ΕΠΕΝ στην Νέα Δημοκρατία, ένα κόμμα το οποίο πλασάρεται ως κεντροδεξιό, ήταν η ανησυχητικότερη εξέλιξη των τελευταίων ημερών, στην πολυτάραχη πολιτική ζωή αυτής της ταλαίπωρης χώρας. Και αυτό διότι όπως έχει απλόχερα δείξει η ανθρώπινη ιστορία, άνθρωποι με ακραίες απόψεις, ιδίως στους χώρους της πολιτικής, πολύ δύσκολα αλλάζουν προς το μετριοπαθέστερο, πολύ σπάνια θα ρίξουν «νερό στο κρασί τους». Πολύ πιο εύκολα θα συμβεί το αντίθετο: υπό συγκεκριμένες συνθήκες, που θα ευνοήσουν μια τέτοια εξέλιξη, οι μετριοπαθείς μπορεί να γίνουν ακραίοι. Και τέτοια παραδείγματα υπάρχουν πολλά. Η προσχώρηση των δυο στη Νέα Δημοκρατία ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο δεν σηματοδοτεί μια στροφή τους προς πιο «κεντρώες», λιγότερο φανατικές γραμμές. Αλλά μια στροφή του κεντροδεξιού αυτού κόμματος προς τα άκρα του πολιτικού φάσματος και εν προκειμένω την ακροδεξιά. Με ό, τι αυτό συνεπάγεται ως προς τις πολιτικές απόψεις και τοποθετήσεις του, ιδίως στα λεγόμενα «εθνικά» θέματα ή όποια βαφτίζονται ως τέτοια (όταν έχεις ως ακλόνητο επίκεντρο της πολιτικής σου σκέψης την πατρίδα ή τη «φυλή» και την υπεράσπισή της, σε μια εποχή ραγδαίας και πολυδιάστατης παγκοσμιοποίησης, τα περισσότερα θέματα θα γίνουν, πολύ εύκολα, «εθνικά»).

Σε αυτά τα πλαίσια ας μην ξεχνάμε και την αδιάλλακτη στάση του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας στο ζήτημα της ονομασίας των Σκοπίων, όταν ως «μακεδονομάχος» υπουργός Εξωτερικών την περίοδο 1990-1992 απέρριπτε κάθε σύνθετη ονομασία που θα περιέκλειε τον όρο «Μακεδονία» ή παράγωγά του, βάζοντας με αυτή τη στάση, που φανάτισε πολλούς οδηγώντας μια ολόκληρη χώρα στα άκρα, το πρώτο λιθαράκι για να γιγαντωθεί ένα πρόβλημα που θα μπορούσε, από τότε, να είχε λυθεί με κάποιες εκατέρωθεν παραχωρήσεις. Ίσως απ’ αυτήν την άποψη, μιας «πατριδοκεντρικής» πολιτικής στάσης και νοοτροπίας, να ταιριάζουν με τους δυο νεοεισερχόμενους στο κόμμα του. Και μαζί να κινηθούν, παρέα, προς τέτοιες κατευθύνσεις, προς την διαμόρφωση μιας νεόκοπης – αλλά και τόσο οικείας! – πατριωτικής δεξιάς που θα επιχειρήσει να βρει τη δική της θέση και να διαδραματίσει έναν ολόδικό της, πρωταγωνιστικό ρόλο, στο γενικότερο «πατριωτικό» μέτωπο που συγκροτούν διάφοροι πολιτικοί-«πατριώτες» που για τον άλφα ή βήτα συγκυριακό, μικροπολιτικό λόγο, είπαν ή λένε «όχι» στο δεύτερο Μνημόνιο. Φιλοδοξώντας, αυτό το «όχι», να γίνει η κολυμπήθρα παραγραφής της συμβολής τους, επί σαράντα χρόνια, σαν κομμάτι ενός ολόκληρου πολιτικού συστήματος, στην πολύπλευρη παρακμή αυτής της χώρας. Ώρα τους καλή.

δημοσιεύτηκε στο σάιτ του περιοδικού Parallaxi (εδώ)

17 Φεβ 2012

Ενοχές



Δεν νομίζω ότι θα 'θελα να 'μουν κηπουρός. Ούτε παπουτσής, που λέει το τραγούδι (το οποίο το Warner Music Group, που δεν καταλαβαίνει από κηπουρούς και παπουτσήδες, θέλει να ακούσετε μόνο στο youtube). Σκληρή δουλειά. Θα 'θελα όμως να ξανάβγαιναν τέτοια τραγούδια στις μέρες μας. Αυτές τις μέρες της κρίσης αλλά κι εκείνες που θα ακολουθήσουν, αμήχανα, αλλά αποφασιστικά. Το ίδιο δύσκολες, όχι λόγω του μπαμπούλα της χρεοκοπίας που όλο έρχεται κι όλο τoν αποδιώχνουμε σαν ενοχλητικό καλικάντζαρο που κατατρώει τις ψυχές μας, αλλά εξαιτίας μιας αδιόρατης έλλειψης. Μιας έλλειψης που δεν ξέρω, δεν βρίσκω τα πλήκτρα που απαιτούνται, για να την συναρμολογήσω στο πληκτρολόγιο του υπολογιστή. Αλλά τη νιώθω. Περνώντας ο καιρός, τα χρόνια, γίνεται πιο αδιόρατη, κυλά και χάνεται στους υπονόμους της καθημερινότητας, αλλά όταν άξαφνα τη συνειδητοποιείς, με κάτι τέτοια ακούσματα, σε συνταράζει. Ίσως, αν ξανάβγαιναν τέτοια τραγουδάκια, κόντρα στις νομοτέλειες, τις ρήτρες, τις ντιρεκτίβες του αδυσώπητου χρόνου, οι πέτρες και τα μάρμαρα, τα σπασμένα τζάμια, τα καμένα σινεμά, να 'ταν λιγότερα την περασμένη Κυριακή στην Αθήνα. Ίσως να ξαναμιλάγαμε με τους γείτονες. Ή, τουλάχιστον, να μην παίρνανε τα πρόσωπά μας αυτή την ελαφρώς ανόητη, βλακώδη έκφραση όταν πέφτουμε απρόβλεπτα ο ένας πάνω στον άλλον. Ίσως να μην με εκνεύριζε τόσο ο τύπος ή η κυρία με το κινητό στ' αυτί που μου μπαίνει στο φανάρι αντικανονικά από δεξιά με το αυτοκίνητο – ίσως να μην υπήρχε καν, να μην είχε κάνει την εμφάνισή του σαν ανθρωπότυπος στο σκηνικό της ζωής μας. Ίσως να μην κυλούσε ένα ζεστό δάκρυ μέσα μου ακούγοντάς τα. Όχι από νοσταλγία για μια εποχή που την έζησα κάπως ξυστά, σαν να με κέρασε ένα ποτηράκι και ύστερα να χάθηκε. Άλλωστε, όλες οι εποχές χάνονται, περνάνε αργά αλλά ανεπιστρεπτί, σαν σύννεφα, σε καλοκαιριάτικο ουρανό. Ακόμα κι αυτές που μας καθόρισαν, μας άλλαξαν, μας κατάκτησαν. Αλλά από ενοχές. Που χαθήκαμε.

16 Φεβ 2012

O homo oeconomicus σε κρίση

Μιλώντας για την περίπτωση της Ελλάδας η γνωστή συγγραφέας και ακτιβίστρια Naomi Klein *, κάνει λόγο για ένα «άδειασμα», ένα «ξεκοίλιασμα» της δημοκρατίας εκ των έσω από τα περιεχόμενά της, από το νόημά της. Ένα ξεκοίλιασμα απαραίτητο για την απρόσκοπτη εξάπλωση της σημερινής παγκόσμιας οικονομίας-καζίνο. Πώς όμως έφτασε, ακόμα και αυτή η μετριοπαθής – εν συγκρίσει με την άμεση δημοκρατία – αντιπροσωπευτική δημοκρατία να αποτελεί παραφωνία, απειλή, κίνδυνο; Και γιατί; Για την σύγχρονη κερδοκρατούμενη παγκόσμια οικονομία η δημοκρατία εξελίχθηκε σε αναγκαίο κακό, μια συνιστώσα του δυτικού πολιτισμού, με την οποία έπρεπε, αναγκαστικά και κακήν κακώς, να τα βγάλει πέρα με τις μικρότερες δυνατές απώλειες. Γνωστά αυτά, θα πει κανείς, τα είπαν κι άλλοι πριν την Καναδή συγγραφέα, για την εγγενή ασυμβατότητα κερδοκρατούμενης οικονομίας και δημοκρατίας, αλλά και για την «ανάγκη» που σήμερα διαφαίνεται να ελαχιστοποιηθούν οι απώλειες της πρώτης από ανεξέλεγκτες μεταβλητές, όπως η κοινοβουλευτική δημοκρατία και οι λαοί που τη χρησιμοποιούν ως μέσο διακυβέρνησης και πολιτικής διαβούλευσης.

Γιατί, όμως, αυτοί ακριβώς οι λαοί που ζουν κάτω από τον αστερισμό αυτής της οικονομοκρατούμενης δυστοπίας και της τραγικής αυτής ανάγκης αποδυνάμωσης της δημοκρατίας, παραμένουν απαθείς μπροστά σε αυτό το θέαμα; Γιατί δεν είδαμε στη Δύση όσα είδαμε και εξακολουθούμε να βλέπουμε στην Αίγυπτο, την Τυνησία, τη Λιβύη, την Αλγερία, τη Συρία; Λαοί βαθιά βυθισμένοι στη θεοκρατία, ασφυκτικά προσδεμένοι σε παραδόσεις, που δε γνώρισαν ποτέ αυτό που λέμε δημοκρατία, ακόμα και στις αστειότερες μορφές της, ακόμα και στην οικογενειοκρατική οπερέτα που γνωρίσαμε στην Ελλάδα, παρ’ όλα αυτά ξεσηκώθηκαν, γέμισαν πλατείες. Όχι για να φωτογραφίσουν με τα κινητά τους τα highlights μιας «επαναστατικής φιέστας» – με αυτόν τον χαρακτηρισμό είχε αναφερθεί ο Μεξικανός ποιητής Octavio Paz στον γαλλικό Μάη του ’68, που για την εποχή μας αποτελεί καλώς ή κακώς αυθεντική επαναστατική στιγμή και όχι «θέαμα» ή «φιέστα της επανάστασης» όπως θα έλεγε ο Paz – και να τα ανεβάσουν αργότερα στα social media, αλλά για να διατυπώσουν σαφή αιτήματα και φλέγοντα ερωτήματα. Για να τα υποστηρίξουν και να τα πληρώσουν ακόμα και με τις ίδιες τις ζωές τους. Γιατί, εν αντιθέσει, οι Έλληνες δεν αντέδρασαν στο ξεκοίλιασμα της δημοκρατίας τους;

Γιατί δέχτηκαν, όπως θα έλεγε η Klein, να παραδώσουν σαν φοβισμένα, ανεύθυνα και ευθυνόφοβα παιδιά τα κλειδιά του αυτοκινήτου σε κάποιους άλλους, τους «μεγάλους» που ξέρουν καλύτερα; Μήπως γιατί βρίσκονται και οι ίδιοι μέσα στη φούσκα αυτή που λέγεται «οικονομία»; Μήπως επειδή έχουν μετατραπεί σε έναν homo oeconomicus, έναν homo computans διαποτισμένο από νοοτροπίες, προτεραιότητες, κίνητρα καθαρά και αποκλειστικά οικονομικά, σε κάθε πτυχή της επαγγελματικής και κοινωνικής ζωής τους; Αν δεν βγουν, οι σημερινοί Έλληνες, από την επικράτεια της «οικονομίας» για να ξαναμπούν στην επικράτεια της δημοκρατίας, ανακτώντας το χαμένο της έδαφος, δύσκολα θα βρεθεί ένας άλλος δρόμος, μια διέξοδος ανεξάρτητη από μνημόνια, τρόικες, «κακούς» και «καλούς» Ευρωπαίους εταίρους.

* Η συνέντευξη στην οποία η Naomi Klein μιλά για την Ελλάδα: http://vimeo.com/35502747

δημοσιεύτηκε στο σάιτ του περιoδικού Parallaxi (εδώ)

15 Φεβ 2012

Μπορεί ένας κυρ-Γιάννης να φέρει την άνοιξη;

Παρότι από τρίτο χέρι, μεταφρασμένη από τα γερμανικά στα αγγλικά και από τα αγγλικά αποσπασματικά από εμένα στα ελληνικά, μια επαινετική παρουσίαση (θα τη βρείτε εδώ) του Γιάννη Μπουτάρη ως δημάρχου-πρότυπο από το γερμανικό Der Spiegel που, αν μη τι άλλο, δεν μας έχει συνηθίσει σε επαίνους, αποτελεί είδηση. Ευχάριστη είδηση, είδος σπάνιο την σήμερον ημέρα. Ο κυρ-Γιάννης πήγε στο Βερολίνο, όπως έχει επισκεφτεί και άλλες ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις, για να βρει τρόπους να καθαρίσει τη Θεσσαλονίκη, με τους πολλούς υπαλλήλους καθαριότητας που περιλαμβάνουν όμως, παρότι ασχολούμενοι με την καθαριότητα, κάποια όχι και τόσο καθαρά συνδικαλιστικά κυκλώματα στις τάξεις τους. Όπως αναφέρεται στην παρουσίαση, οι παρατηρητές της Τρόικας θεωρούν την Θεσσαλονίκη του Μπουτάρη μοντέλο για όλη την υπόλοιπη Ελλάδα. Μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην Αθήνα τον χαρακτηρίζει εξαίρεση, από την οποία όλοι μπορούν να μάθουν κάτι.

'Μου πήρε καιρό, αλλά τώρα ξέρω πώς δουλεύουν όλα', λέει για τον δήμο ο Μπουτάρης, καθισμένος στο γραφείο του, με μια επιγραφή στα αγγλικά πίσω του: 'We're going to believe in honest things again.' Το καλό με την κρίση, λέει, είναι ότι οι Έλληνες πιέστηκαν να αλλάξουν τον τρόπο σκέψης τους και ότι τελειώνουν οι κούφιες υποσχέσεις των πολιτικών: δεν έμειναν άλλα χρήματα να αγοράσουν ψηφοφόρους, συνεχίζει. Και, ως αποτέλεσμα, οι Έλληνες πολιτικοί πρέπει επιτέλους να κάνουν κάτι. Εμβόλιμα να πω, πριν συνεχίσω με τη συνέντευξη, ότι θα προτιμούσα, όχι από ηλικιακό ρατσισμό αλλά περισσότερο για να μπορεί ευκολότερα να δημιουργηθεί ένα συμπαγές ρεύμα, μια τάση πίσω του, να ήταν κάποιος τριαντάρης ή σαραντάρης που θα είχε αυτό το αξίωμα και θα τα έλεγε αυτά. Έτσι ώστε να αποδειχθεί ότι ένας άνθρωπος ζωντανό κύτταρο της νεοελληνικής κοινωνίας και όχι ένας συνταξιούχος επιχειρηματίας που στο κάτω-κάτω της γραφής δεν έχει και τίποτα να χάσει από την ενασχόλησή του με τα κοινά, θα τολμούσε να σπάσει τα στεγανά, να καινοτομήσει, να αλλάξει το τοπίο όπως το κάνει με τρόπο πραγματικά αξιοθαύμαστο και αξιομίμητο ο κυρ-Γιάννης. Ο οποίος βεβαίως πληρώνει κι αυτός το ανάλογο τίμημα, με πρόσφατο παράδειγμα την ολική καταστροφή με αλυσοπρίονο ενός αμπελώνα του, από κάποιους προφανώς δυσαρεστημένους του παλαιού καθεστώτος.

Αλλά ας επιστρέψω στην συνέντευξη. Λίγο καιρό αφότου ανέλαβε τα καθήκοντά του, ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη για να αναθερμάνει τη σχέση της πόλης με τους Τούρκους τουρίστες, διπλασιάζοντας τους αριθμούς τους. Η μεγαλύτερη όμως επιτυχία του εντοπίζεται στην αναδιοργάνωση του δήμου, ώστε να λειτουργεί αποδοτικότερα: σε μικρογραφία, δηλαδή, ό, τι ζητάνε οι Ευρωπαίοι από την υπόλοιπη Ελλάδα. Την πρώτη του εβδομάδα σαν δήμαρχος, προσέλαβε έναν οικονομικό ελεγκτή, κάτι που θεωρήθηκε καινοτομικό, όχι μόνο για τη Θεσσαλονίκη. 'Τώρα ξέρουμε ακριβώς πόσο φτωχοί είμαστε', λέει. Και όλα τα έξοδα ελέγχονται συστηματικά και προσεκτικά. Ας σημειωθεί εδώ ότι σε αντίθεση με τους 'τέλειους' Έλληνες πολιτικούς και βεβαίως με τον 'ατσαλάκωτο' προκάτοχό του, ο κυρ-Γιάννης ποτέ δεν προσπάθησε να περάσει σαν αλάνθαστος ή αψεγάδιαστος. Πρώην αλκοολικός, με τα τατουάζ του και το αντισυμβατικό του στυλ, σπάει το στερεότυπο του καλογυαλισμένου πολιτικού-οδοντόκρεμα.

Έχει προσλάβει και έναν μάνατζερ για να αξιολογήσει τους υπαλλήλους του δήμου και τη δουλειά τους. Αναλαμβάνοντας τα καθήκοντά του σαν δήμαρχος βρήκε υπαλλήλους με εκατοντάδες ώρες 'περίεργων' υπερωριών, επέβαλε ένα όριο στις πιθανές υπερωρίες και πόσο μπορεί να πληρωθεί κάποιος γι’ αυτές και κατάφερε να μειωθούν τα έξοδα του δήμου κατά 30%. Το έλλειμμα του προϋπολογισμού, που μέχρι τώρα διπλασιαζόταν κάθε χρόνο, μειώθηκε κι αυτό για πρώτη φορά κατά 7,5%. Του ασκήθηκε κριτική που πήγε για συμβουλές στους Γερμανούς και το Βερολίνο, αλλά ο Μπουτάρης σκοπεύει να βρει και άλλους συναδέλφους του, σε άλλες χώρες, για να τους ρωτήσει τι κάνουν με τα σκουπίδια τους και πώς διαχειρίζονται τα λιμάνια τους. 'Κανείς δεν μπορεί να επισκευάσει ή να βελτιώσει ένα διαλυμένο σύστημα', λέει. 'Πρέπει να εγκαταλειφθεί και να αντικατασταθεί από κάτι άλλο'.

Ο κυρ- Γιάννης αντιπροσωπεύει νομίζω έναν νέο τύπο όχι ακριβώς πολιτικού αλλά δημόσιου προσώπου που ανατέλλει μέσα στην κρίση αυτή. Ένα δημόσιο πρόσωπο που μπορεί, ανεπηρέαστο από πατροπαράδοτα κολλήματα και συμπλέγματα να κάνει δουλειά, χωρίς ψευτοπαλικαρισμούς, λαϊκισμούς, ξύλινα λόγια. Μένει να δούμε και να αποδειχθεί ότι δεν αποτελεί μια εξαίρεση που θα καταγραφεί ως τέτοια στο πέρασμα του χρόνου, αλλά την απαρχή μιας νέας εποχής στην πολιτική ζωή αυτής της βασανισμένης χώρας.

13 Φεβ 2012

Τρέιλερ

Όσα διαδραματίστηκαν χτες βράδυ στην Αθήνα ήταν ένα τρέιλερ, ένα ‘προσεχώς’ από ένα έργο που προβλέπεται να παιχτεί κατά το καλοκαίρι. Ένα έργο με πρωταγωνιστές όχι πια κουκουλοφόρους, όχι πια «γνωστούς-αγνώστους», αλλά «νοικοκυραίους». Γιατί (πολύ επιγραμματικά);

Πρώτον, το υπάρχον πολιτικό προσωπικό, όσο κι αν με τις μαζικές διαγραφές και τις νέες συσπειρώσεις «ανακατεύτηκε κάπως η τράπουλα», αδυνατεί να διαχειριστεί διαφορετικά το ελληνικό κράτος, να επιφέρει τις αλλαγές που απαιτούνται, να δυσαρεστήσει την εκλογική του πελατεία που από το 1974 και μετά το διατηρεί στη ζωή και την εξουσία. Αυτό που εδώ και δυόμισι χρόνια επιχειρείται, με παλιές αποτυχημένες συνταγές (μειώσεις μισθών και μικρομεσαίων συντάξεων, ενώ τα «ειδικά μισθολόγια» και άλλοι στον σκληρό πυρήνα αυτής της εκλογικής πελατείας «πέφτουν στα μαλακά») να δοκιμάζονται για να βγάλουν τη χώρα από μια καθόλου παλιά αλλά πρωτόγνωρη κρίση, θα συνεχιστεί. Αυτό ξέρουν, αυτό κάνουν, αυτό θα εξακολουθήσουν να κάνουν.

Δεύτερον, οι Έλληνες πολίτες αδυνατούν να συγκροτηθούν σε ένα ενιαίο πολιτικό σώμα που θα απαιτήσει ένα διαφορετικό κοινωνικό και πολιτικό συμβόλαιο με την κυριαρχούσα πολιτική ελίτ. Αντ’ αυτού εξακολουθούν να βασιλεύουν οι συντεχνιακές νοοτροπίες του παρελθόντος, μαζί με μια συσσωρευμένη αμηχανία και απραξία. Δικηγόροι, γιατροί, μηχανικοί (για να πάρουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα) συνασπίζονται σε ενιαίο μέτωπο κατά της καταστρατήγησης των «κεκτημένων» τους και όσο φουσκώνει το ποτάμι της κατάρρευσης της χώρας το ίδιο πράττουν και άλλοι επαγγελματικοί κλάδοι, εξακολουθώντας να βλέπουν και να αγκαλιάζουν τα συντεχνιακά τους δέντρα και όχι το γύρω δάσος που καίγεται.

Τρίτον, οι Ευρωπαίοι και λοιποί δανειστές, έχοντας χάσει τελείως την εμπιστοσύνη τους (την είχαν χάσει από καιρό αλλά για χάρη του πολυαγαπημένου τους ευρώ έκαναν μέχρι σήμερα τα – πολύ – στραβά μάτια) σε μια χώρα που παλινωδεί, θεσπίζουν όπως όλα δείχνουν ειδικό δεσμευμένο λογαριασμό τα χρήματα του οποίου θα έρχονται στην Ελλάδα μόνο μετά από έμπρακτες αποδείξεις ότι έγιναν οι απαιτούμενες, από το νέο μνημόνιο, μεταρρυθμίσεις και αλλαγές. Κοινώς, τα αστεία τελείωσαν ή άρχισαν να τελειώνουν. Και όταν συμβαίνει αυτό η Ελλάδα, με το υπάρχον πολιτικό προσωπικό, με τους δίχως την παραμικρή συνοχή διαιρεμένους πολίτες της, αποδεικνύεται κατώτερη των περιστάσεων. Θα καταφέρει σε αυτή την συγκυρία να κάνει την υπέρβαση; Όλα δείχνουν, τόσο μεμονωμένα όσο και συνδυαστικά, πως όχι.

Μακάρι να διαψευστώ, αλλά θα πρότεινα, όσοι δεν έχετε ένα plan B αντιμετώπισης αυτής της κατάστασης, να αρχίσετε να το ετοιμάζετε.

Ρέκβιεμ για έναν κινηματογράφο

Αγαπητά μου παιδιά,

Θα ήθελα να σας διηγηθώ συνοπτικά, με πολύ λίγες λέξεις και λιγοστές φωτογραφίες, την ιστορία ενός κινηματογράφου. Ο κινηματογράφος ‘Αττικόν’, γεννήθηκε το μακρινό 1912 πάνω σε σχέδια του Ερνέστου Τσίλλερ και ξεκίνησε τη λειτουργία του τέσσερα χρόνια αργότερα. Φέτος, θα γιόρταζε πανηγυρικά τα εκατοστά γενέθλιά του. Ήταν ο ιστορικότερος και ομορφότερος, κατά την ταπεινή μου αισθητική αντίληψη, κινηματογράφος της Αθήνας.

Μπαίνοντας, ένιωθες ένα δέος, συναισθανόσουν ότι εισερχόσουν σε έναν ναό της κινηματογραφικής τέχνης. Και απολάμβανες την εμπειρία αυτή, τον ίδιο τον κινηματογράφο, πριν από την όποια ταινία. Κατ’ ουσίαν, έβλεπες δυο ταινίες, μια στο πανί και μια μέχρι να ξεκινήσει η προβολή: την ιστορία που έρεε από τον περίτεχνο εσωτερικό διάκοσμο, στους διαδρόμους, φτάνοντας μέχρι τους εντυπωσιασμένους θεατές, που για μια μαγική βραδιά γίνονταν κοινωνοί της, κομμάτι της και ζωντανά κύτταρά της.

Ήταν ο πρώτος κινηματογράφος που προέβαλε ομιλούσες ταινίες στην Ελλάδα, μυώντας τους Αθηναίους στη μυστηριακή γοητεία της έβδομης τέχνης, από τα πολύ πρώτα της βήματα. Σιγά-σιγά και μέχρι τις μέρες που και ο ίδιος τον έζησα, εξελίχθηκε σε σημείο αναφοράς της πόλης της Αθήνας, σημείο όπου δίνονταν ραντεβού, όχι μόνο κινηματογραφικά. Είχε γίνει με τα χρόνια κομμάτι της πόλης, ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα και αγαπητά, για τον πολιτισμό που εξέπεμπαν. Προσωπικά, σε αυτόν είχα παρακολουθήσει όχι μόνο κινηματογραφικές προβολές, αλλά και κάθε είδους μουσικές ή άλλες παραστάσεις – θυμάμαι, χαρακτηριστικά, τους ‘Άγαμους Θύτες’ από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς! Νομίζω μάλιστα, αγαπητά μου παιδιά, ότι εκεί, τώρα που σκαλίζω τις μνήμες, είχα πρωτοπάει ραντεβουδάκι με κοπέλα, άγουρος νεαρός, στα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσης, με φερέγγυο σύμμαχο το σκοτάδι της ιστορικής αίθουσας για τα πρώτα, άτσαλα, ερωτικά μου διαβήματα.

Στη διάρκεια της ναζιστικής Κατοχής, το ‘Αττικόν’ είχε επιταχθεί και μετατραπεί σε αίθουσα προβολής για τους Γερμανούς στρατιώτες. Οι κατακτητές, παρά την γνωστή αγριότητα και τις καταστροφές που τους συνόδευαν στο πέρασμά τους, σεβάστηκαν την ιστορία του και επέτρεψαν στο στολίδι αυτό να συνεχίσει την πορεία του στον χρόνο. Χθες βράδυ όμως καταστράφηκε, από κάποιους ‘Έλληνες’, η καταστροφική μανία των οποίων είχε σαφή στόχο τις εναπομένουσες ψηφίδες πολιτισμού της ρημαγμένης αυτής πόλης, που λέγεται Αθήνα. Ας αναπαυθεί εν ειρήνη, μαζί με τις αναμνήσεις μας. Τα νιάτα μας. Τα ραντεβού μας.

Ο πατέρας σας

12 Φεβ 2012

Σε κώμα

Σήμερα είναι μια Κυριακή όχι σαν όλες τις άλλες. Είναι μια Κυριακή που η Ελλάδα βρίσκεται μοιρασμένη ανάμεσα σε ένα ‘ναι’ και ένα ‘όχι’. Το ‘ναι’ θα σώσει τη χώρα από τη χρεοκοπία αναβάλλοντας για λίγο το αναπόφευκτο, με το βαρύ τίμημα ακόμα μεγαλύτερης εξαθλίωσης για όλο και πλατύτερα τμήματα του πληθυσμού. Με κόστος δηλαδή μια επιμήκυνση της μιζέριας που για περισσότερα από δυο χρόνια τώρα βιώνουν οι κάτοικοι αυτής της φτωχής χώρας, που θαμπωμένη από τα εκτυφλωτικά φώτα ενός εντελώς αδικαιολόγητου νεοπλουτισμού που την όργωσε ανελέητα απ’ άκρη σ’ άκρη, νόμιζε ότι ήταν κάποια άλλη. Το ‘όχι’, από την άλλη, σημαίνει ότι το σωληνάκι θα τραβηχτεί: o ασθενής σε βαρύ κοινωνικό και πολιτικό κώμα που λέγεται Ελλάδα, ένα κώμα στο οποίο παρέμενε βυθισμένος για πολλά χρόνια, θα αφεθεί να πεθάνει. Άλλωστε δεν είχε πλέον ποιότητα ζωής, ήταν εξαρτημένος ο ταλαίπωρος για όλες του τις καθημερινές μικρότερες ή μεγαλύτερες ανάγκες από άλλους, στη ‘φιλανθρωπία’ των οποίων πόνταρε για να έχει μια ψευδαίσθηση ζωής. Το χειρότερο; Ότι η γνώμη του κάθε πολίτη, που αποτελεί ένα ζωντανό κύτταρο αυτού του σε κώμα ασθενή, είτε ‘ναι’ λέει είτε ‘όχι’, δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Και σε αυτή την απόλυτη και μη αναστρέψιμη υποβάθμιση της δημοκρατίας, που συνεπιφέρει την εξαθλίωση ενός ολόκληρου λαού, για χάρη ενός κοινού νομίσματος, λέω οπωσδήποτε όχι.

10 Φεβ 2012

Όσο υπάρχουν άνθρωποι

Σήμερα το πρωί έστειλα ένα e-mail με παραλήπτη έναν πρώην συνεργάτη από μια πρώην δουλειά που παρότι Έλληνας, εργάζεται στην Αγγλία, στο Λονδίνο. Η δουλειά αυτή ήταν σε ένα κολέγιο στην Αθήνα που συνεργαζόταν με έναν οργανισμό πιστοποίησης σπουδών του Λονδίνου και ως υπεύθυνος εγώ κάποιων εκπαιδευτικών προγραμμάτων, είχαμε για δυο χρόνια με αυτόν τον άνθρωπο μια συνεργασία. Ποτέ δεν είχαμε ειδωθεί από κοντά. Μια φορά μόνο σε αυτά τα δυο χρόνια είχαμε μιλήσει στο τηλέφωνο. Και αραιά και που ανταλλάσσαμε e-mails, καθαρά εργασιακά, χωρίς κάτι περισσότερο. Σήμερα, την ώρα της ανάγκης, της συνειδητοποίησης ότι χάνω πλέον πολύτιμο χρόνο από τη ζωή μου σ’ αυτή τη χώρα – πολύτιμο χρόνο και από τη ζωή της γυναίκας μου και των παιδιών μου – του έστειλα ένα e-mail. Του έλεγα ότι τα πράγματα στην Ελλάδα έχουν πάρει πολύ άσχημη τροπή, ότι σκέφτομαι να μεταναστεύσω οικογενειακώς και να επιστρέψω στην Αγγλία (από εκεί ήρθα στην Ελλάδα το 2003 ολοκληρώνοντας ένα διδακτορικό), ρωτώντας τον αν μπορεί να με συμβουλεύσει ως προς την αναζήτηση εργασίας στο Λονδίνο ή, ακόμα, αν υπάρχει κάποια διαθέσιμη θέση στον οργανισμό που εργάζεται. Σημειωτέον, είχαμε να μιλήσουμε από πέρσι την άνοιξη – τέλη Μαΐου του 2011 παραιτήθηκα από εκείνη τη δουλειά. Όμως, ύστερα από πολύ λίγο ήρθε απάντηση. Μου έλεγε ότι παρακολουθεί την κατάσταση στην Ελλάδα και στεναχωριέται, ότι βλέπει πολλούς να φεύγουν ή να προσπαθούν να φύγουν. Και ότι στη Βρετανία η κατάσταση δεν είναι ιδανική, αλλά ότι παρ’ όλα αυτά υπάρχουν ευκαιρίες. Μου έδινε ένα site εύρεσης εργασίας να κοιτάξω και μου έλεγε ότι θα προωθούσε ένα βιογραφικό σημείωμα που είχα επισυνάψει στον επικεφαλής του οργανισμού, στον οποίο είδα με ευχάριστη κατάπληξη ότι είχε κοινοποιήσει την επικοινωνία μας. Είπε ακόμη ότι θα το προωθούσε και στη γυναίκα του (και αυτή κοινοποιημένη!) που ίσως μπορούσε να βοηθήσει. Και, κλείνοντας, μου ευχήθηκε καλή τύχη λέγοντάς μου να κρατήσουμε επαφή. Δεν πέρασε πολλή ώρα και ήρθε ένα ακόμα e-mail από την Αγγλία. Αυτή τη φορά, από την (εντελώς άγνωστή μου) γυναίκα του. Αφού μου συστήθηκε, μου είπε ότι θα βρίσκεται σε επιφυλακή και ότι θα μου πει αν βρεθεί κάτι που θα μου ταίριαζε. Μου πρότεινε δυο ακόμα sites αναζήτησης εργασίας, μου ευχήθηκε καλή τύχη και μου είπε μόλις εγκατασταθώ στο Λονδίνο να της πω για να κανονίσουμε να συναντηθούμε. Αυτά όλα από δυο ανθρώπους που δεν με ξέρουν, δεν με έχουν δει ποτέ τους, είχαν - ο ένας, ο πρώην συνεργάτης μου - να ακούσουν από μένα σχεδόν ένα χρόνο και που θα μπορούσαν να σκεφτούν, ότι δεν τους αφορά ένας άγνωστος Έλληνας που ψάχνει στηρίγματα για να φύγει από την Ελλάδα. Δεν το σκέφτηκαν όμως. Αλλά ανταποκρίθηκαν με αυτόν τον ζεστό, ουσιαστικό και άμεσο τρόπο, που ομολογώ δεν έχω δει από κανέναν φίλο, γνωστό, πρώην, νυν ή υποψήφιο συνεργάτη ή εργοδότη στην Ελλάδα, όσα χρόνια έζησα σ’ αυτήν. Και με συγκίνησαν. Τους ευχαριστώ.

H προσωπογραφία από τον Peder Severin Krøyer

9 Φεβ 2012

Κυβέρνηση συνταξιούχων

Παρακολουθώντας το τηλεοπτικό διάγγελμα του μελλοντικού πρωθυπουργού μας Αντώνη Σαμαρά, άρχισα να πείθομαι για κάτι που υποψιαζόμουν καιρό. Ο άνθρωπος αυτός ξεκίνησε λέγοντας ότι κατόρθωσε να περισώσει τον 13ο και τον 14ο μισθό των εργαζόμενων, που απειλούνταν από το νέο Μνημόνιο. Αμέλησε όμως να πει ότι με τη μείωση κατά 22% του κατώτατου μισθού, χάνονται ετησίως τρεις τουλάχιστον μισθοί. Δηλαδή τα ίδια και πολύ χειρότερα. Μήπως απευθυνόταν σε ανθρώπους με γεροντική άνοια; Ή εγκεφαλική μαλάκυνση; Ακούγοντας ότι τόσο ο ίδιος όσο και οι άλλοι αρχηγοί αφιέρωσαν περισσότερες από επτά ώρες στη χθεσινοβραδινή σύσκεψη σε διαπραγματεύσεις γύρω από τις επικουρικές συντάξεις, ενώ μέσα σε μία μόνο ώρα δέχθηκαν αδιαμαρτύρητα τραγικές μειώσεις σε μισθούς και επιδόματα ανεργίας που αφορούν περίπου πέντε εκατομμύρια εργαζόμενους και ανέργους, οι υποψίες έγιναν βεβαιότητα. Ο άνθρωπος αυτός, καθώς και οι πολιτικοί του αντίπαλοι, νοιάζονται περισσότερο για τους ψηφοφόρους τους, για την εκλογική τους πελατεία. Ποια είναι αυτή; Οι συνταξιούχοι της χώρας.

Αυτοί ως επί το πλείστον ψηφίζουν, πηγαίνοντας, παραδοσιακά, αξημέρωτα στα εκλογικά κέντρα όταν έρχονται εκλογές, αυτοί ακούνε, πιστεύουν (ακόμα) τον Αντώνη Σαμαρά, τον Γιώργο Παπανδρέου ή όποιους άλλους πρώην ή μελλοντικούς 'σωτήρες' – διότι σαν σωτήρας παρουσιάστηκε ο Αντώνης Σαμαράς όταν είπε ότι ο μόνος τρόπος να βγει η Ελλάδα από όσα σήμερα ζει είναι μια νέα κυβέρνηση με φρέσκια εντολή (από όχι όμως τόσο φρέσκους ψηφοφόρους, θα πρόσθετα) – και τους ψηφίζουν στις εκλογές. Αυτό, σε συνδυασμό με το ότι πολλοί νεότεροι άνθρωποι, ιδίως οι σκεπτόμενοι ανάμεσά τους, αηδιασμένοι από αυτή την οικογενειοκρατική, δικομματική, συμφεροντολογική οπερέτα που εξακολουθούμε να αποκαλούμε δημοκρατία στην Ελλάδα δεν πάνε καν να ψηφίσουν σε εκλογές ή ψηφίζουν λευκό, φέρνει στην εξουσία τα δυο όχι πλέον απλώς αποτυχημένα αλλά εγκληματικά, μεγάλα κόμματα και τους αρχηγούς τους.

Γι’ αυτό και ο μελλοντικός μας πρωθυπουργός σε αυτούς απευθύνεται, αυτοί φροντίζει να πέσουν – όσο γίνεται – στα μαλακά με το νέο Μνημόνιο, αυτούς σκέφτεται, γι’ αυτούς δουλεύει: τους συνταξιούχους. Και αυτοί για μια ακόμη φορά θα τον ψηφίσουν για να σώσει την Ελλάδα, καθώς όπως τους λένε οι αγαπημένοι τους δημοσιογράφοι στα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων όπως του Mega Channel, η Νέα Δημοκρατία, το κόμμα του Αντώνη Σαμαρά, μόλις τώρα μπήκε στο 'παιχνίδι' και καμία ευθύνη δεν φέρει για όσα ζήσαμε τα τελευταία δυο χρόνια. Τα πέντε απολύτως καταστροφικά χρόνια Καραμανλή που προηγήθηκαν, άνθρωποι μιας κάποιας ηλικίας, πολλές φορές δεν τα πολυθυμούνται. Όπως δεν θα πολυθυμούνται τα δυο καταστροφικά χρόνια ΠΑΣΟΚ από το 2009 μέχρι το 2011 όταν θα τα έχει κάνει θάλασσα ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς και ο όποιος διάδοχος του ΓΑΠ στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ θα τους υπόσχεται λαγούς με πετραχήλια. Ad infinitum…

Περπατόπιτα

Τι είναι η περπατόπιτα; Είναι η πίτα που φτιάχνεται σύμφωνα με τις παραδόσεις όταν ένα παιδάκι κάνει τα πρώτα του βήματα. Και τη χαρίζεις, κομμάτι κομμάτι, σε γνωστούς και φίλους για να δηλώσεις τη χαρά σου για τα πρώτα βήματα του παιδιού, για την πρώτη του γνωριμία με τον κόσμο, που τον κοιτά πια στηριγμένο στα δυο του πόδια, σαν κανονικός πλέον άνθρωπος, αξιοπρεπής και αξιοσέβαστος. Αυτή την πίτα έφτιαξε η μητρική γιαγιά του για τον γιο μου που αυτές τις μέρες κάνει τα πρώτα του ασταθή αλλά τολμηρά βήματα, στηριζόμενος αβέβαια αλλά με περισσότερο κάθε μέρα θάρρος στα πόδια του. Μαζί του θέλω κι εγώ να σταθώ στα πόδια μου. Να κάνω τα πρώτα μου βήματα απεξάρτησης από τη μιζέρια, στην οποία με έχει καταδικάσει αυτή η χώρα. Να μην ασχολούμαι άλλο με χρεοκοπίες, ομόλογα, οίκους αξιολόγησης και άλλα πολλά ακαταλαβίστικα που ποτέ δεν με ενδιέφεραν και δεν τα ενδιέφερα. Κρατούσαμε, πάντα, τις αποστάσεις μας με όλα αυτά, που απασχολούσαν κάποιους άλλους, που οι ζωές τους περιστρέφονταν γύρω από το χρήμα και τα παρακλάδια του. Χθες ψάχνοντας στο διαδίκτυο για μια δουλειά στο εξωτερικό, μου εμφανίστηκε, στα ‘αποτελέσματα’ της διαδικτυακής μου έρευνας, ένα γονεϊκό φόρουμ όπου νέοι γονείς, αντί να κουβεντιάζουν για τους πυρετούς ή τις αλλεργίες των παιδιών τους, μοιράζονταν απόψεις, εμπειρίες, ερωτήσεις γύρω από τη φυγή στο εξωτερικό, τις δουλειές εκεί, τις συνθήκες ζωής, τις πρακτικές μικρολεπτομέρειες αυτής της μεγάλης απόφασης. Και το έκαναν με τρόπο ρουτινώδη, δίχως την παραμικρή δραματικότητα, σαν να κουβέντιαζαν για τον καιρό ή τι τάισαν τα παιδάκια τους για μεσημέρι. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσες πολλές νέες οικογένειες παίρνουν το δρόμο του εξωτερικού, δρόμο δύσκολο και πολλές φορές με αβέβαιο ή χωρίς γυρισμό. Αυτή η συνειδητοποίηση, με ταρακούνησε. Με αναστάτωσε. Καιρός, σκέφτηκα, για περπατόπιτα.

6 Φεβ 2012

Αγοράζοντας χρόνο

Αυτή η φράση μου έμεινε από άρθρο στο ιντερνετικό BBC για τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα. Ακόμα και αν επιτευχθεί συμφωνία, μεταξύ Τρόικας και ελληνικής κυβέρνησης, η Ελλάδα απλώς θα αγοράσει λίγο ακόμη χρόνο. Χρόνο, για να κάνει τι; Για να επιβληθούν ακόμη αυστηρότερα μέτρα λιτότητας, που μπορεί να έχουν φτάσει, σαν μέτρα, στα όριά τους. Ίσως έχουμε φτάσει στο σημείο, κάτι που έχει ήδη επισημάνει το ΔΝΤ, που περαιτέρω μέτρα λιτότητας θα ήταν απλώς αντιπαραγωγικά. Και τι γίνεται από εκεί και πέρα; Τι ακολουθεί; Παίρνοντας το νήμα από εκεί που το αφήνει το άρθρο, θα τολμούσα μια πρόβλεψη. Ακολουθούν πολλά χρόνια αιματηρής λιτότητας, κοινωνική κατρακύλα στην εγκληματικότητα, μια πιθανή στροφή προς μια ληστρική, μαφιόζικη, τοκογλυφική παραοικονομία σαν αυτή που πρόσφατα αποκαλύφθηκε στη Θεσσαλονίκη, μια παραοικονομία που σαν ποτάμι θα φουσκώσει, παρασέρνοντας στο διάβα της ανθρώπους κάθε ταξικής προέλευσης, κάθε κοινωνικής και πολιτικής απόχρωσης. Σύμφωνα με τον ανταποκριτή του BBC, ακόμα και οι μεσαίες τάξεις βλέπουν ‘δικούς τους’ να εισέρχονται στις τάξεις των άστεγων, των νεοάστεγων όπως τους θέλει η γλώσσα της κρίσης. Τι δεν φαίνεται πουθενά; Η ανάδυση ενός νέου μοντέλου οικονομίας, μιας οικονομίας παραγωγικής και όχι μεταπρατικής. Και η εμφάνιση νέων πολιτικών δυνάμεων που θα ανακτήσουν την χαμένη τους επαφή με τους πολίτες. Σύμφωνα με το βρετανικό άρθρο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δήλωσε ότι ακόμα και αν συμφωνηθεί ένα δεύτερο πακέτο σωτηρίας, μπορεί να μη φτάνει. Δεκαπέντε ακόμη δισεκατομμύρια ευρώ θα χρειαστούν είτε από τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης είτε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και ακόμη περισσότερη χρηματοδότηση στην πορεία, αν δεν υπάρξει πολιτική βούληση για αλλαγές. Τι έχουμε δει μέχρι τώρα, από πλευράς πολιτικής βούλησης; Αντί η Ελλάδα να συρρικνώσει λιγάκι τον δημόσιο τομέα όπως είχε ζητήσει η Τρόικα, αντικαθιστώντας μόνο έναν από πέντε που έβγαιναν σε σύνταξη, πρόσθεσε 20.000 ανθρώπους με νέες προσλήψεις. Μια συμφωνία, καταλήγει η ανταπόκριση του BBC, θα αγοράσει χρόνο. Αλλά η Ελλάδα έχει ήδη ‘σπάσει’. Η ελληνική κοινωνία έχει ‘σπάσει’.

Μεσάνυχτα και κάτι

Μεταμεσονύχτια αυτή η ανάρτηση, μεταμεσονύχτια και η κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η Ελλάδα. Αυτές τις ώρες, που τρεις 'πολιτικοί αρχηγοί' μετράνε δημοσκοπικά κουκιά για να δούνε αν θα πούνε 'ναι' ή 'όχι' σε μια ακόμα μεγαλύτερη εξαθλίωση των δύστυχων κατοίκων της χώρας αυτής, με κριτήρια καθαρά ψηφοθηρικά - γιατί αυτό που πρωτίστως τους ενδιαφέρει δεν είναι η Ελλάδα αλλά η πολυαγαπημένη εξουσία και οι προσβάσεις σ' αυτήν - ο ελληνικός λαός κοιμάται. Κάποιοι, μένουμε ξύπνιοι και προβληματιζόμαστε. Σκεφτόμαστε τα παιδιά που πλέον έχουμε και μεγαλώνουν μαζί μας σε μια γερασμένη χώρα που δεν μας θέλει, που κάνει ό, τι περνάει απ' το χέρι της να μας το δείξει αλλά εμείς εκεί, επιμένουμε, να κρατιόμαστε με νύχια και με δόντια απ' αυτό το δελτίο ταυτότητας που λέει 'ελληνική ιθαγένεια'. Στις ώρες αυτές, ανέτρεξα σε μια παλιότερη ανάρτηση, του 2008, όταν ήμουν έτοιμος να φύγω στο εξωτερικό. Εδώ θα βρείτε αυτή την ανάρτηση και σας συνιστώ να την ανοίξετε και να δείτε τη συζήτηση που γίνεται, πόσο επίκαιρη, πόσο τραγικά σημερινή. Μετάνιωσα που τότε δεν ακολούθησα τη συμβουλή αρκετών που συμμετείχαν σε αυτή τη συζήτηση και δεν έφυγα από αυτόν τον κακορίζικο τόπο, από αυτή την τόσο οικεία αλλά και μίζερη αγκαλιά μιας πατρίδας-αράχνης. Πλέον, ετοιμαζόμαστε οικογενειακά, να κάνουμε ό, τι δεν έγινε τότε. Είναι σκληρό να αφήνεις πίσω ένα τόσο μεγάλο κομμάτι του εαυτού σου, τα παιδικά σου χρόνια, τις μυρωδιές, τις γεύσεις που σε καθόρισαν σαν άνθρωπο, αγαπημένα πρόσωπα. Αλλά δεύτερη ζωή δεν έχει. Και η μια αυτή φαίνεται πολύ μικρή για να σπαταληθεί, να θυσιαστεί ολόκληρη στον βωμό που λέγεται Ελλάς. Ξέρω ότι αν δεν τα καταφέρουμε να φύγουμε όπως θα θέλαμε, αργά ή γρήγορα μας περιμένει η εξαθλίωση, η φτώχεια. Διότι ανατροπές δεν αναμένονται στο σκηνικό που μας περιζώνει. Σήμερα, την ώρα που οι 'πολιτικοί αρχηγοί' αποφάσιζαν για τις τύχες του ελληνικού λαού κλεισμένοι στο Μέγαρο Μαξίμου, για να διακόψουν προκειμένου να επιστρέψουν στα κομματικά στρατηγεία τους και να ζυγίσουν τα υπέρ και τα κατά - πάντα από άποψης ψήφων, εκλογικών ποσοστών, εδρών - μιας απόφασης, οι Έλληνες έβλεπαν μπάλα στην τηλεόραση, σαχλαμάριζαν στα social media, κοιμόντουσαν ή είχαν ήδη φύγει για κάποια άλλη χώρα - μια χώρα όχι χωματερή ανθρώπινων ζωών. Καλό μας ξημέρωμα, όποτε και όπως έρθει.

4 Φεβ 2012

Μια παραίτηση για υπερβολική ταχύτητα

O εικονιζόμενος κύριος, ονόματι Chris Huhne, ήταν μέχρι σήμερα υπουργός Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής της Βρετανίας. Μέχρι σήμερα. Διότι μόλις παραιτήθηκε, μαθαίνοντας ότι θα κατηγορηθεί για παραπλάνηση της Δικαιοσύνης, αδίκημα καθόλου μα καθόλου αστείο στη Βρετανία, που δε συγχωρείται ούτε ξεχνιέται εύκολα. Τι έκανε, όμως, ο κύριος Huhne; Πώς έφτασε να αποπειραθεί (όπως κατηγορείται) να παραπλανήσει τη βρετανική Δικαιοσύνη για να οδηγηθεί, τελικά, σε παραίτηση από το αξίωμά του; Η απάντηση, εν συντομία; Υπερβολική ταχύτητα. Συγκεκριμένα, το 2003 είχε παραβιάσει με το αυτοκίνητό του κάποιο όριο ταχύτητας και είχε δηλώσει ότι δεν οδηγούσε ο ίδιος αλλά η τότε σύζυγός του (χώρισαν έκτοτε). Τώρα κατηγορούνται και οι δυο για παραπλάνηση της Δικαιοσύνης, καθώς εκτός από τον ίδιο και η πρώην σύζυγός του είχε δηλώσει ψευδώς, όπως κατηγορείται, ότι αυτή οδηγούσε. Και θα οδηγηθούν στα δικαστήρια στις 16 Φεβρουαρίου.

Ο αρχηγός του κόμματός του (του κόμματος των Liberal Democrats που συγκυβερνούν με τους Συντηρητικούς) και αναπληρωτής πρωθυπουργός Nick Clegg, δήλωσε ότι ο κύριος Huhne ήταν ‘ένας καλός φίλος και στενός συνεργάτης’ που έκανε μια ‘εξαιρετική δουλειά’ σαν υπουργός Ενέργειας. Βεβαίως δεν παρέλειψε να προσθέσει ότι ‘κατανοεί απολύτως και σέβεται το ότι παραιτήθηκε, προκειμένου να καθαρίσει το όνομά του’. Σε επιστολή του στον πρωθυπουργό David Cameron, ο κύριος Huhne δήλωσε ότι ήταν τιμή του που υπηρέτησε αυτή την κυβέρνηση συνασπισμού και, σε απάντηση, ο πρωθυπουργός δήλωσε ότι λυπάται που τον βλέπει να φεύγει από την κυβέρνηση υπό αυτές τις συνθήκες και ότι του εύχεται ό, τι καλύτερο για το μέλλον, προσθέτοντας ότι ο κύριος Huhne πήρε τη σωστή απόφαση. Ο Duncan Hames, κοινοβουλευτικός ιδιαίτερος γραμματέας του κύριου Huhne, είπε ότι υπό τις δεδομένες συνθήκες έκανε το σωστό και ότι σκοπεύει να πολεμήσει, για να καθαρίσει το όνομά του.

Αυτά, στη Βρετανία…

Πηγή: ΒΒC News και συγκεκριμένα εδώ.