Σκηνή 1η: περιμένω το τραμ, στη στάση. Απέναντι ακριβώς, ένα διπλοπαρκαρισμένο αυτοκίνητο με τον οδηγό του. Ο οδηγός ανοίγει το πακέτο με τα τσιγάρα του, βγάζει το χέρι από το παράθυρο και αφήνει να του πέσει το σελοφάν από το πακέτο. Τον κοιτάζω. Με κοιτά κι αυτός, στα μάτια, αδιάφορα και αυθάδικα, σα να λέει: 'τρέχει τίποτα παλικάρι;'. Αναγκάζομαι να χαμηλώσω πρώτος τα μάτια. Έρχεται το τραμ, μπαίνω αλλά τα μάτια μου σα να κοιτάζουν ακόμα το πεταμένο σελοφάν, και σα να νιώθω ακόμη πάνω μου το γεμάτο θράσος βλέμμα του ανθρώπου αυτού.
Σκηνή 2η: σε πολυσύχναστο δρόμο της πόλης, της Αθήνας. Τα αυτοκίνητα περνάνε συνεχώς και περιμένω, πεζός, να αραιώσουν κάποια στιγμή για να περάσω. Περνάω μπροστά από κάποιο που δεν πρόλαβε να με πατήσει. Ο οδηγός του, σε έξαλλη κατάσταση που του ξέφυγα, ελαττώνει ταχύτητα και αρχίζει να με βρίζει. Αποφασίζω να ελαττώσω κι εγώ ταχύτητα στο βάδισμά μου και να του απαντήσω. Του υπενθυμίζω ότι προτεραιότητα έχουν οι πεζοί. Δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται τι του είπα, συνεχίζει να βρίζει και βλέποντας ότι πλέον στέκομαι και απλώς τον κοιτάζω, θυμάται ότι βιάζεται και συνεχίζει στην πορεία του.
Σκηνή 3η: στο τιμόνι, βγαίνω στον περιφερειακό της Θεσσαλονίκης με κατεύθυνση εξοχική τοποθεσία. Κατά μήκος ολόκληρης της διαδρομής, διάρκειας περίπου μιας ώρας και κάτι ψιλών, η άκρη του δρόμου, εκεί που τελειώνει η άσφαλτος κι αρχίζει η πρασινάδα, διάσπαρτη με λογιών-λογιών σκουπίδια: μπουκαλάκια, χαρτιά, πλαστικά. Νιώθω όμορφα που φεύγω απ' την πόλη αλλά με τη μόνιμη συντροφιά των σκουπιδιών η απόδραση αυτή σα να μην έγινε ποτέ: σα να έχω μείνει έγκλειστος στον τόπο των πεταμένων σκουπιδιών.
Σκηνή 4η: ξανά στο τιμόνι. Στο φανάρι, σ' ένα οποιοδήποτε φανάρι της πόλης, της Θεσσαλονίκης, περιμένω να στρίψω αριστερά. Από δεξιά έρχεται και στριμώχνεται στο εμπρός δεξί μου φτερό ένας βιαστικός, που κι αυτός αριστερά θέλει να στρίψει αλλά δε μπορεί να περιμένει στην ουρά μαζί με όλους εμάς τους υπόλοιπους. Τον κοιτάζω. Κάνει ότι δε με βλέπει, γυρνάει ελαφρά το κεφάλι του προς την άλλη πλευρά, ώστε να βλέπω μόνο το αξύριστο μάγουλό του. Ανάβει πράσινο. Για κλάσματα του δευτερολέπτου βρίσκομαι σε δίλημμα ως προς το τι να κάνω: να φανώ ευγενής στον αγενή ή να τον 'πετάξω' έξω; Αποφασίζω να τον 'πετάξω' έξω, χτυπώντας μάλιστα και κλάξον. Τα καταφέρνω, αλλά δε νιώθω καλύτερα. Μάλλον χειρότερα από πριν.
Νομίζω ότι ο πολιτισμός μιας χώρας φαίνεται από τους δρόμους της, από το πώς συμπεριφέρονται και πώς οδηγούν οι κάτοικοί της. Και φοβάμαι ότι στην Ελλάδα μάλλον παίρνουμε κακό βαθμό.