26 Απρ 2009

Επί του καναπέως



Ταξιδεύοντας, τα τελευταία χρόνια, ανά την Ελλάδα, βλέπω σε παραθαλάσσια χωριά αλλά και ορεινές πόλεις, μικρότερες ή μεγαλύτερες, σε μεγάλα αστικά κέντρα αλλά και επαρχιακές κωμοπόλεις, που κατά τα άλλα διέφεραν και εξακολουθούν να διαφέρουν μεταξύ τους στην ιστορική τους πορεία αλλά και σε ρυμοτομία, ανθρωπογεωγραφία, παραδόσεις, ήθη και έθιμα, ένα όλο και πιο κοινό γνώρισμα, στη φυσιογνωμία τους: τον υπαίθριο καναπέ. Καφετέριες, καφέ και μπαράκια παραθαλάσσια ή σε πλαγιές βουνών, μαγαζάκια χωμένα σε στενά ή κεντρικά ζαχαροπλαστεία σε μεγάλες πλατείες γέμισαν κάθε διαθέσιμο χώρο με καναπέδες με αναπαυτικές μαξιλάρες, που περιμένουν να στρογγυλοκαθίσουν επάνω τους ραχατλήδες πελάτες. Οι πανταχού παρόντες αυτοί καναπέδες προσκαλούν, περιμένουν τα νωθρά σώματα ντόπιων ή επισκεπτών να σωριαστούν, να απλωθούν επάνω τους για να απολαύσουν, οι κάτοχοι των ξαπλωμένων κορμιών, αμέριμνοι τον φραπέ ή το χυμό τους. Μοιάζει σαν οι καναπέδες των σαλονιών των νεοελλήνων, αυτοί οι ίδιοι καναπέδες χυμένοι στους οποίους λούζονται τα βράδια οι ένοικοι των διαμερισμάτων από το σπασμωδικό φως της τηλεόρασης, να αναπαράχθηκαν, να βγήκαν από τους τέσσερις τοίχους και να γέμισαν με τον διόλου ευκαταφρόνητο όγκο τους κάθε πεζόδρομο, πεζοδρόμιο, πλατεία και στενό των ελληνικών πόλεων. Από τη Χαλκίδα μέχρι τη Φλώρινα, από τα Γιάννενα μέχρι το Βόλο, από τα Χανιά μέχρι την Αλεξανδρούπολη, αλλά και στα δεκάδες μικρότερα νησιά μας, μικρές ή μεγαλύτερες πόλεις παραδίδονται αμαχητί στην επέλαση του υπαίθριου, χειραφετημένου από τον εγκλωβισμό του στο στενάχωρο διαμέρισμα, καναπέ. Ολόκληρη η σύγχρονη ελληνική κοινωνία, μια κοινωνία που φαίνεται να βαριέται, που της αρέσει να καπνίζει αραχτή, να σκοτώνει το χρόνο της χαζεύοντας περιοδικά ή την κίνηση των περαστικών σε πεζόδρομους ή πεζοδρόμια, βρήκε νομίζω άξαφνα το λάβαρό της, το πιστότερο σύμβολο της ανατολίτικης ραθυμίας της, στους φιλόξενους αυτούς υπαίθριους καναπέδες.

Οι ιδιαιτερότητες, τα τοπικά χρώματα κι αρώματα, οι ξεχωριστές χάρες των ελληνικών πόλεων σα να χάνονται σταδιακά ανάμεσα στις μαξιλάρες, σα να βουλιάζουν κάτω από το βάρος ευτραφών ή και καλογυμνασμένων – όπως επιτάσσει η μόδα – θαμώνων κεντρικών καφέ και μπαρακίων που σπεύδουν, στις εξόδους τους, να καταλάβουν τους καναπέδες πριν προλάβουν άλλοι, επιδεξιότεροι εραστές της ξάπλας, φανατικότεροι θαυμαστές του αράγματος. Και όλα αυτά μου φαίνονται αδιάψευστα τεκμήρια μιας ιδιάζουσας, παραλυτικής παρακμής που αγκαλιάζει σύγκορμη τη σημερινή Ελλάδα, σε κάθε πτυχή της καθημερινότητάς της. Μιας παρακμής που, πολύ φοβάμαι, ήρθε για να μείνει, για κάμποσο καιρό. Διότι, όπως και να το κάνουμε, δύσκολα σηκώνεται κανείς από τον καναπέ.

3 σχόλια:

ritsmas είπε...

Α, αν σου πω ότι κι εγώ έχω κάνει ακριβώς τις ίδιες σκέψεις και μάλιστα αναρωτιέμαι για την σκοπιμότητα αυτης της ομοιομορφίας, αυτής που δεν διαθέτει γονιδίωμα...

Τσαλαπετεινός είπε...

Εξαιρετικά διεισδυτική η ματιά σου! Και συμφωνώ απόλυτα στο πολυ ανησυχητικό "ήρθε για να μείνει". Ισως οι ιστορικοί του μέλλοντος ονομάσουν αυτή την περίοδο "Εποχή του καναπέ".

gerasimos είπε...

ritsmas δεν βλέπω κάποια σκοπιμότητα, απλώς παρακμή...

Τσαλαπετεινέ χαίρομαι που σου άρεσε η οπτική μου. Και δεν ξέρω για τους ιστορικούς του μέλλοντος, αλλά εμείς οι του παρόντος μάλλον ζούμε σε καιρούς μαζικής παραίτησης.