Πώς τεκμηριώνεται ο εκτροχιασμός μιας ολόκληρης κοινωνίας; Τεκμηριώνεται με το θέαμα τριών πολιτών να πεθαίνουν από ασφυξία σε μια τράπεζα και δεκάδων στο δρόμο από κάτω να περπατούν αμέριμνοι, αφήνοντάς τους αβοήθητους. Ίσως επειδή οι μέσα ήταν "απεργοσπάστες" και οι έξω απεργοί, ανήκαν δηλαδή σε δυο διαφορετικά στρατόπεδα. Η μαγιά που "δένει" τη νεοελληνική κοινωνία ήταν ανέκαθεν μια μαγιά αντιπαλοτήτων, κομπλεξισμών, συμπλεγμάτων: απεργοί εναντίον απεργοσπαστών, δημόσιοι υπάλληλοι εναντίον ιδιωτικών, δεξιοί εναντίον "αριστερών", Αθηναίοι εναντίον Θεσσαλονικιών, Παοκτζήδες εναντίον Ολυμπιακών, πεζοί εναντίον γιωταχήδων (καινούργιο ζευγάρι αυτό). Οι άνθρωποι της γενιάς μου, οι τριαντασαραντάρηδες, οδηγούν με κινητά στα χέρια, οχυρώνονται πίσω από τα καροτσάκια με τα βλαστάρια τους και απομονώνονται στην οικογενειακή τους ευτυχία, αρνούμενοι να δουν την κοινωνία που χρεωκοπεί γύρω τους. Η νέα γενιά ζει κάτω από μια δική της, ολόδική της δικτατορία του φαίνεσθαι, με λεία, καλογυμνασμένα κορμιά αλλά ανορθόγραφη, με όμορφα, υγιή πρόσωπα αλλά απελπιστικά κυνική. Και πάντα κρυμμένη πίσω από μαύρα γυαλιά: δεν θέλει επάνω της το βλέμμα του άλλου, ούτε και να μοιραστεί το δικό της. Οι μεγαλύτεροι; Αυτοί έχουν ήδη περάσει στο παρελθόν, δεν περιμένουν τίποτα και κανένας δεν περιμένει τίποτα από αυτούς. Αντιπροσωπεύουν τις νοοτροπίες που οδήγησαν μια ολόκληρη κοινωνία στην αποσάθρωση, μια ολόκληρη χώρα στην παγκόσμια διαπόμπευση. Σήμερα το πρωί, στο βαγόνι του τραμ που με πήγαινε σε μια ακόμα ημέρα ρουτίνας, ένας επιβάτης από τη γενιά αυτή των μεγαλύτερων μιλούσε δυνατά για τους κυβερνώντες που μας έφτασαν ως τα σημερινά χάλια. Πιο χαμηλόφωνα του αποκρίθηκα ότι κάποιοι τους ψήφισαν τους κυβερνώντες μας. Οι διπλανοί μου, κρυμμένοι πίσω από μαύρα γυαλιά, δεν άνοιξαν το στόμα τους ούτε μπορούσε κανείς να μαντέψει τι σκέφτονταν. Τους κοίταξα όπως ήταν ανέκφραστοι και στράφηκα κατά την πόρτα. Ήρθε η ώρα να βγω, σκέφτηκα. Είχαμε φτάσει άλλωστε στο σταθμό του μετρό απ’ όπου θα συνέχιζα το ημερήσιο ταξίδι προς τη ρουτίνα. Βγαίνοντας συνειδητοποίησα ότι ήρθε, ότι έχει έρθει από καιρό η ώρα να βγούμε και από την αμηχανία μας, να βγάλουμε τα μαύρα γυαλιά, να αφήσουμε τα βλέμματα να βρεθούν, να συναντηθούν. Γιατί κουκουλοφόροι δεν ήταν αυτοί που πυρπόλησαν την τράπεζα. Κουκουλοφόροι είμαστε όλοι όσοι αποφεύγουμε το βλέμμα του άλλου, του συμπολίτη, του συνεπιβάτη, του συναδέλφου, του συνοδοιπόρου στην καθημερινότητα. Ας βγάλουμε, επιτέλους, τις κουκούλες.
5 σχόλια:
Πολύ ωραίο και μεστό κείμενο για την ιδιώτευση.Μπράβο.
Η απάντηση ξένου συνομιλητή προς Έλληνα που μουρμούραγε για τα χάλια των πολιτικών μας: "You vote, don't you?"
Ο λαός που τόσο προσπαθούν να κανακέψουν οι πολιτικοί μας, δεν είναι άμοιρος ευθυνών. Με την λαική συνενοχή του ρουσφετιού, της ψήφου με αντιπαροχή και την σιωπηλή αποδοχή της αγέλης φτάσαμε στα σημερινά χάλια.
Συνηγορώ και επαυξάνω, Γεράσιμε!
...για την ακρίβεια: στα περισσότερο απ' όσα λες! (Δεν είναι υγιές, άλλωστε, να συμφωνούμε σε όλα!...)
Ευχαριστώ ανώνυμε... μακάρι να πέφτω έξω και να μην έχουμε ιδιωτικοποιηθεί πλήρως...
Φλύαρε ζούμε σε μια χώρα φηφοφόρων αλλά όχι πολιτών, με πολιτικούς που απευθύνονται όχι φυσικά στους ανύπαρκτους Έλληνες πολίτες αλλά στον 'λαό' (τους)...
Φίλε SeaGulL η διαφωνία έχει πάντα πολύ περισσότερο ενδιαφέρον από τη συμφωνία!
Δημοσίευση σχολίου