31 Μαΐ 2009

Καλοκαίρι

Μόλις επέστρεψα από ένα διήμερο στη θάλασσα, σ’ ένα εξοχικό σπιτάκι με τον κήπο του, μπροστά στη θάλασσα. Και δεν ξέρω αλλά κοιτάζοντας τη θάλασσα να λαμπυρίζει το πρωί στον ήλιο, με τα λαμποκοπήματα πάνω στα νερά να μαγνητίζουν με τον δικό τους, ανεξήγητο τρόπο το μάτι, το μεσημεράκι πάλι που αρχίζει ο ουρανίσκος να ζητά ένα νόστιμο ψάρι και ο ήλιος δυναμώνει κάνοντάς σε να ψάχνεις σκιά, το απογευματάκι που οι τράτες ξεκίναγαν από το λιμανάκι του μικρού ψαροχωριού για τ’ ανοιχτά, όλα όσα μας απασχολούσαν τον περασμένο χειμώνα σα να άρχιζαν να μικραίνουν. Η φωνή της τηλεόρασης μέσα από το σπίτι σα να ξεμάκραινε. Μόλις που κατάφερνε να φτάσει στον κήπο αλλά κι όταν πια έφτανε, η αλλόκοτη, αλλόκοσμη αυτή φωνή δεν είχε καμία μα καμία υπόσταση. Εν τέλει, όταν ανοίγει ο ορίζοντας του βλέμματός μας, ξεπερνώντας τους τέσσερις τοίχους του αστικού διαμερίσματος, τίποτα δεν έχει πια σημασία απ’ όσα μας τριβέλιζαν τ’ αυτιά όλον αυτόν τον καιρό. Δημοσκοπήσεις, προεκλογικές εκτιμήσεις, αντιπαραθέσεις, καινούργια σκάνδαλα πετάνε στον αέρα σαν φτερά που παρασέρνονται πότε από δω και πότε από κει. Σαν εκτεθούν στον ανοιχτό αέρα, η ασημαντότητά τους αποκαλύπτεται σε όλο της το μεγαλείο. Στην ανοιχτωσιά των δέντρων και της θάλασσας, τα πράγματα έρχονται και βρίσκουν τις αληθινές τους διαστάσεις. Και η διάθεσή μας αρχίζει να επανέρχεται σε πιο απάνεμα λιμάνια, σε λιγότερο ταραγμένες θάλασσες. Με λίγα λόγια, ό, τι κι αν γίνει, όσο κι αν φωνάξουν στα τηλεπαράθυρα οι μεν, όσο κι αν αντιφωνάξουν οι δε, όταν ανοίξει το μεγάλο παράθυρο του βλέμματος που χάνεται στη θάλασσα, αρχίζει το καλοκαίρι. Ένα καλοκαίρι που μας περιμένει να αφήσουμε πίσω μας γραβάτες, τηλεπαρουσιαστές, αναλυτές, πολιτευτές, πραματευτές εντυπώσεων. Και να αφήσουμε ανοιχτό, ορθάνοιχτο το παράθυρο αυτό του βλέμματος που προσπαθεί να αγκαλιάσει τη θάλασσα. Καλό καλοκαίρι!

28 Μαΐ 2009

Ένα φιλανθρωπικό γκαλά



Οι δημοσιογράφοι φοράνε τα καλά τους, πάνε και οι κυρίες εγκαίρως στο κομμωτήριο για να παραστούν στο ιδιόμορφο αυτό φιλανθρωπικό γκαλά. Ένα γκαλά στο οποίο οι ίδιοι για μια και μοναδική φορά θα νιώθουν κύριοι του παιχνιδιού, έχοντας απέναντι τους πολιτικούς αρχηγούς για να τους θέσουν τα ερωτήματα που έχουν ετοιμάσει. Και οι αρχηγοί; Αυτοί, όπως επιβάλλουν οι κανόνες του παιχνιδιού αυτού θα επιδοθούν σε μια αλληλουχία παράλληλων μονόλογων, μίνι ομιλιών τις οποίες πρόβαραν πολλές φορές πριν - όπως πρόβαραν και οι δημοσιογράφοι τις γραβάτες τους - προκειμένου να μην κάνουν σαρδάμ, να χρωματίζουν τη φωνή τους όπως πρέπει, να δείχνουν έτοιμοι, συγκροτημένοι, αποφασισμένοι.

Έβλεπα πριν στην τηλεόραση τις αφίξεις των αρχηγών στο Ραδιομέγαρο της ΕΡΤ, με τις διάφορες λιμουζίνες. Οι πόρτες της εισόδου ορθάνοιχτες, για να υποδεχτούν τους υψηλούς προσκεκλημένους με τους παρατρεχάμενούς τους. Κάποια στιγμή, το βλέμμα μου έπιασε μια γυναίκα με σακούλες στα χέρια που έτρεχε να προλάβει να περάσει μπροστά από την αστυνομοκρατούμενη είσοδο. Μια κοινή θνητή, που βρέθηκε στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή. Η εικόνα αυτής της γυναίκας να τρέχει να προλάβει, με τις σακούλες στα χέρια, λίγο πριν η λιμουζίνα που μετέφερε τον κύριο Καρατζαφέρη περάσει τις πόρτες της εισόδου του Ραδιομεγάρου, μου φάνηκε άκρως αποκαλυπτική. Όταν έρχεται η ώρα να παιχτεί το παιχνίδι που έχει στηθεί από το πολιτικομιντιακό μας κατεστημένο, όταν φτάνει η στιγμή να σηκωθεί η αυλαία για να παρακολουθήσουμε ένα θεατρικό μονόπρακτο που φέρνει τους μεγάλους πολιτικούς μας άνδρες ενώπιον μεγαλοδημοσιογράφων μεγαλοκαναλιών και μεγάλων εφημερίδων, δε θέλουμε τους κοινούς θνητούς μεσ’ στα πόδια μας. Άλλωστε γι’ αυτούς στήθηκε όλο αυτό το σόου, τι δουλειά έχουν να γυρίζουν αδέσποτοι στους δρόμους; Ας καθίσουν μπροστά στις τηλεοράσεις τους να το απολαύσουν. Για μια και μοναδική φορά θα καμαρώσουν μαζεμένους όλους τους αστέρες του εγχώριου δημοσιογραφικού και πολιτικοκομματικού Χόλιγουντ να δίνουν μια μοναδική παράσταση μόνο για χάρη τους. Μια παράσταση τα έσοδα σε ψήφους της οποίας θα πάνε για καθαρά φιλανθρωπικούς σκοπούς: για να εξασφαλιστεί, σε αυτή την εποχή άγριας ανεργίας, η επαγγελματική αποκατάσταση των υποψηφίων στις ευρωεκλογές που πλησιάζουν, μέσω της εκλογής και αποστολής τους στις Βρυξέλλες ως καλοπληρωμένων ευρωβουλευτών. Ας φανούμε λοιπόν φιλάνθρωποι. Και ας χαρούμε με την ψυχή μας την παράσταση.

Η χώρα των ηρώων

Μεγάλα λόγια μετά δακρύων από τον Αλέκο Αλαβάνο για τον Μιχάλη Παπαγιαννάκη στην κηδεία του χθες. Πόσο οικεία όλα αυτά σε μια Ελλάδα στην οποία κατά παράδοση οι καλύτεροι, όσο βρίσκονται εν ζωή, μένουν αναξιοποίητοι, φθονούνται, περιθωριοποιούνται, για να έρθει η στιγμή της μεγάλης, ‘εκ του ασφαλούς’ αναγνώρισης όταν δε βρίσκονται πια στη ζωή. Τότε μπορεί να ξεκινήσει η γνώριμη σε όλους διαδικασία ηρωοποίησης, να διαβαστούν από χαρτιά που τα κρατούν χέρια τρεμάμενα μεγάλα λόγια που δεν κοστίζουν τίποτα, να τιμηθεί η μνήμη του εκλιπόντος που δεν τιμόταν όσο βρισκόταν εν ζωή με χίλιες δυο επινοήσεις των πολυμήχανων σε κάτι τέτοια εναπομεινάντων ‘συντρόφων’ ή ‘συναγωνιστών’. Και η παραγωγή ηρώων, ανθρώπων ανεκτίμητων όσο ζούσαν διότι δεν ταίριαζαν, ξένιζαν με τις στάσεις τους και τις ιδέες τους, καλά κρατεί. Είμαστε, αν μη τι άλλο, εξπέρ στις εκδηλώσεις μνήμης. Αφού τους θάβουμε όσο ακόμη βρίσκονται στη ζωή, όταν φύγουν πια από ‘κοντά’ μας – τα εισαγωγικά διότι ξέρουμε καλά ότι ποτέ δεν τους επιτρέψαμε να βρεθούν κοντά μας – απελευθερωμένοι από την ενοχλητική, εκνευριστική παρουσία τους, μπορούμε να βαδίσουμε τον γνώριμό μας δρόμο της μετριότητας, της παρεοκρατίας, χωρίς άλλες παρεμβολές. Οι άξιοι αυτού του τόπου μοιάζουν λίγο με τους μεγάλους ζωγράφους άλλων τόπων: αναγνωρίζονται μόνο μετά θάνατον. Άλλους τους οδηγούμε με προσεκτικά βηματάκια, επιμελώς, συστηματικά στην αυτοκτονία, όπως τον Συκουτρή. Άλλους πάλι, που στάθηκαν αρκετά έξυπνοι ώστε να μείνουν μακριά από την ηρωοποιό πατρίδα, όπως ο Καστοριάδης, τους ‘τιμωρούμε’ για τη μεγάλη αυτή αναίδειά τους αγνοώντας τους ‘επιδεικτικά’ και μετά θάνατον. Κάποιους άλλους, όπως τον Λαμπράκη, απλώς τους δολοφονούμε, για να τελειώνουμε μαζί τους μια ώρα αρχύτερα. Και άλλους, όπως τον Παπαγιαννάκη, τους αφήνουμε να αργοσβήσουν στο περιθώριο, μέχρι να έρθει η στιγμή των μεγάλων λόγων που θα εκτοξεύσουμε εναντίον τους με τρεμάμενη φωνή για να σώσουμε τις ψυχές μας κι από τις όποιες αδιόρατες ενοχές. Και η ζωή συνεχίζεται.

27 Μαΐ 2009

Με αφορμή μια μεγάλη απώλεια

Νομίζω πως η τόσο πρόσφατη αλλά και τόσο συμβολική απώλεια του Μιχάλη Παπαγιαννάκη - απώλεια συμβολική ενός πολιτικού συστήματος που περιθωριοποιεί τους καλύτερους, για να ακολουθείται η νόρμα της μετριοκρατίας - θα έπρεπε να αποτελέσει αφετηρία δημιουργικού προβληματισμού. Προβληματισμού γύρω από το: α) που στέκονται και τι αντιπροσωπεύουν οι πολιτικές δυνάμεις του σήμερα, β) ποιοι συγκεκριμένοι πολιτικοί θα μπορούσαν να κινήσουν διαδικασίες, να δημιουργήσουν προοπτικές εξόδου από τη σημερινή φάση παρακμής και κρίσης και γ) τι είδους ζητήματα θα έπρεπε να αναδυθούν στο προσκήνιο των συζητήσεων.

Καταρχάς, όσον αφορά στους πολιτικούς σχηματισμούς που διεκδικούν την ψήφο μας στις επερχόμενες ευρωεκλογές, έχουμε προεξάρχοντα τα δυο μεγάλα κόμματα με κοινά μεγάλα προβλήματα στο εσωτερικό τους αλλά και γενικότερα: έλλειψη ικανών στελεχών, απόσταση από τον καθημερινό άνθρωπο, αρτηριοσκλήρωση στους μηχανισμούς τους - αναπόφευκτο απότοκο της ηλικίας τους ως κομματικών σχηματισμών -, οικογενειοκρατία που έχει ως αποτέλεσμα οι αρχηγοί τους να έχουν αναδειχθεί βάσει των ‘βαρύγδουπων’ επιθέτων τους και όχι των ικανοτήτων ή των προσωπικοτήτων τους. Εν συνεχεία υπάρχει ένα εκτός τόπου και χρόνου ΚΚΕ, που ζει και επιβιώνει με ονειροπολήσεις αναβίωσης του παλιού ‘καλού’ καιρού που το ‘σιδηρούν παραπέτασμα’ χώριζε στα δυο την Ευρώπη, αφήνοντας να επικρατεί απ’ τη μια ο καπιταλισμός της υπερκατανάλωσης και της εκμετάλλευσης των ‘υπό ανάπτυξη’ χωρών και απ’ την άλλη μια αποτυχημένη στην ‘εφαρμογή’ της ουτοπία που κατέρρευσε σαν πύργος από τραπουλόχαρτα - ένας πύργος εντός του οποίου φιλοδοξούν να συνεχίσουν να ζουν τα στελέχη του Περισσού, πασχίζοντας με νύχια και με δόντια να κρατήσουν όρθια τα τραπουλόχαρτα. Απ’ την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ, ένα κάποτε ελπιδοφόρο κόμμα που άφησε επί χρόνια σκανδαλωδώς αναξιοποίητο το αξιότερο στέλεχός του, που έφυγε χθες από τη ζωή, ενδίδοντας στον πειρασμό του ‘εύκολου’, καιροσκοπικού αριστερισμού σε βάρος μιας πιο ευρωπαϊκής, αξιοπρεπούς, συνεπούς και, γιατί όχι, οικολογικής προσέγγισης. Καταλήγοντας να χρίσει πρόεδρο ένα νεαρό κομματικό ‘λουλούδι’ που ‘άνθισε’ στα φυτώριά του, ως έσχατο ‘καρότο’ προσέλκυσης των τελευταίων του υποστηρικτών: της νεολαίας, μιας νεολαίας αποπροσανατολισμένης, οπισθοδρομικής ενίοτε, ανέτοιμης κι αμήχανης μπροστά στο ρόλο της - ρόλο που της επέβαλε ετσιθελικά ο ΣΥΡΙΖΑ - ως εμπροσθοφυλακής της Αριστεράς. Στην άλλη άκρη του πολιτικοκομματικού φάσματος έχουμε τον ΛΑΟΣ, που εκμεταλλεύεται με τον πονηρότερο - δηλαδή καλύτερο για τους ίδιους - δυνατό τρόπο την επιθυμία πολλών συμπολιτών μας να βρουν πρόσφορους αποδιοπομπαίους τράγους για τα σημερινά κακώς κείμενα στα πρόσωπα αυτών που παρότι δε φταίνε δε μπορούν και να αντιδράσουν σε οιαδήποτε επίθεση: των μεταναστών δηλαδή, μια και οι χιλιάδες φοροφυγάδες μεγαλοεισοδηματίες, παρανομούντες εργοδότες και άλλοι εντελώς γηγενείς υπαίτιοι αποτελούσαν ανέκαθεν σαφώς δυσκολότερους στόχους. Υπάρχει και η ανερχόμενη δύναμη που λέγεται Οικολόγοι Πράσινοι, οι οποίοι θα έλεγα ότι πάσχουν από μια έλλειψη πολιτικού περιεχομένου στις θέσεις τους, από μια απουσία βαθέως πολιτικού στίγματος στις απόψεις τους, οι οποίες κατά τα άλλα βρίσκουν μεγάλη και αξιόλογη απήχηση. Αν κατάφερναν να προσδώσουν στη ρητορική τους μεγαλύτερο πολιτικό βάθος, θα έχαιραν νομίζω ακόμη μεγαλύτερης αναγνώρισης και αποδοχής.

Όσον αφορά σε συγκεκριμένους πολιτικούς που θα μπορούσαν να αλλάξουν το παρόν τοπίο, δε βλέπω κάποιους να ξεχωρίζουν. Μερικοί που ενδεχομένως θα είχαν κάτι περισσότερο να πουν ή να προσφέρουν φαίνονται, ιδίως στα δυο μεγάλα κόμματα, μπλεγμένοι και εγκλωβισμένοι στους πολυπλόκαμους μηχανισμούς και την αυστηρή ιεραρχία των κομμάτων τους. Και όσοι από τα άλλα, μικρότερα κόμματα θα άξιζαν την προσοχή μας δεν διαθέτουν ούτε τα χρήματα ούτε τις διασυνδέσεις με το μιντιακό κατεστημένο για να ακουστούν, οπότε κι εκεί το τοπίο παραμένει θολό.

Αναφορικά με τα ζητήματα που θα έπρεπε να συζητούνται, νομίζω ότι υπάρχουν πολλά που μένουν επιμελώς εκτός ημερήσιας διάταξης, όπως το περιβάλλον και οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, η ανεργία και η απασχόληση, ο πολιτισμός και η παιδεία - και όταν λέω παιδεία δεν εννοώ τις ‘τομές’ που υπόσχεται το ΠΑΣΟΚ ούτε την ‘tabula rasa’ του υπουργού Σπηλιωτόπουλου, αλλά μια συγκροτημένη επανεκτίμηση του που βρισκόμαστε, από που ξεκινήσαμε για να βρεθούμε εδώ που βρισκόμαστε και προς τα που θέλουμε να κατευθυνθούμε. Ακόμα και όταν συζητούνται αυτά τα ζητήματα επικρατεί δυστυχώς ο κομματικός, προκατασκευασμένος στα κομματικά εργαστήρια λόγος σε βάρος ουσιαστικών, ανοιχτών, ρηξικέλευθων τοποθετήσεων. Κάτι που μας ξαναφέρνει στην αφετηρία: στα σημερινά κόμματα και στην ανάγκη ραγδαίων αλλαγών τόσο εντός τους όσο και στο ευρύτερο τοπίο.

26 Μαΐ 2009

Αντίο σ' έναν ωραίο άνθρωπο

Είχε επιλέξει να πάει κόντρα στο ρεύμα. Είχε επιλέξει, στην εποχή αυτή της λάσπης, των σκανδάλων, των εύπεπτων συνθημάτων, τον μοναχικό δρόμο της αξιοπρέπειας, της ψυχραιμίας, του συγκροτημένου και συγκρατημένου λόγου. Ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης ήταν ένας πολιτικός παλαιάς πλέον κοπής, από αυτούς που ποτέ δεν εντάχτηκαν, δεν αφομοιώθηκαν στη σημερινή εποχή που η λέξη ισοδυναμεί με βρισιά. Επιμένοντας να ακολουθεί δρόμους απάτητους από τους περισσότερους συναδέλφους του, με ουσιαστική παρουσία και ήρεμο, μεστό λόγο κατάφερε να κερδίζει ανθρώπους όλων των παρατάξεων και ιδεολογικών προελεύσεων, έξω και πέρα από τα "στενά" όρια της Αριστεράς. Δεν ξέρω γιατί αλλά η απώλειά του μου φαίνεται τόσο μα τόσο χαρακτηριστική, κατά έναν περίεργο – ή τελικά όχι και τόσο περίεργο – τρόπο, της παρακμιακής φάσης που περνάει η πολιτική μας ζωή. Διότι απ’ τη μια βλέπουμε να επικρατούν οι κάθε λογής φωνακλάδες, κούφιοι από ιδέες πολιτικοί νάνοι, έρμαια των επικοινωνιακών τους συμβούλων ή των φιλοδοξιών τους. Και απ’ την άλλη; Απ’ την άλλη βλέπουμε να φεύγει, τόσο πρόωρα, ένας από τους τελευταίους, αν όχι ο τελευταίος μεγάλος εκπρόσωπος μιας "φουρνιάς" πολιτικών που έφερναν τους πολίτες κοντά τους με την αξιοπρέπειά τους και όχι με απλωτές χειρονομίες, που κέρδιζαν την προσοχή ακόμη και των φανατικότερων αντιπάλων τους με γερά επιχειρήματα, όχι με άναρθρες κραυγές. Ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης είχε υποχρεωτικά περιθωριοποιηθεί, έπρεπε να περιθωριοποιηθεί, διότι δεν ταίριαζε στη συνταγή του λαϊκισμού, της δημαγωγίας, του καιροσκοπισμού που βλέπουμε να εφαρμόζεται με τόση επιτυχία απ’ άκρη σ’ άκρη του πολιτικοκομματικού φάσματος. Ας ελπίσουμε ότι ο θάνατός του θα σημάνει το γκελ, την αναπήδηση στον πάτο του βαρελιού στον οποίο κείτονται τα πολιτικά μας κόμματα, την αφύπνιση. Θα του άξιζε να φέρει μια τόσο σημαντική αλλαγή. Και θα το ήθελε, νομίζω.

Γιατί δε θα ψηφίσω στις ευρωεκλογές



Θα ήθελα να ψηφίσω, αλλά δε μπορώ: την ημέρα των εκλογών θα βρίσκομαι σε άλλη πόλη από αυτή που ψηφίζω. Με συνέπεια να μην μπορώ να ασκήσω το δικαίωμά μου αυτό να εκφράσω, δια της ψήφου μου, την προτίμησή μου σε κάποιο πολιτικό κόμμα. Και ερωτώ, με την αφορμή αυτή: γιατί να μην έχει εδώ και χρόνια μηχανογραφηθεί η όλη διαδικασία, ώστε να μπορεί κανείς να ψηφίσει όπου κι αν τύχει να βρίσκεται εκείνη την ημέρα; Ιδίως αν λάβουμε υπόψη ότι οι πολίτες των σύγχρονων κοινωνιών γίνονται κάθε μέρα και πιο… κινητικοί, ταξιδεύοντας με κάθε μέσο συχνότερα, ευκολότερα, φτηνότερα, μακρύτερα; Δε θα ταίριαζε πολύ περισσότερο, απ’ το να υποχρεώνονται να καθηλωθούν, την ημέρα των εκλογών, σε μια πόλη στην οποία βρίσκεται το συγκεκριμένο εκλογικό τμήμα στους καταλόγους του οποίου είναι εγγεγραμμένοι, να μπορούν να ψηφίσουν, όχι μόνο αυτοπροσώπως αλλά πιθανώς στο μέλλον και μέσω internet, όπου κι αν βρίσκονται;

Να πω και ότι η έλλειψη της δυνατότητας να βρεθώ στο εκλογικό μου κέντρο για να ψηφίσω ήταν και ο λόγος που έχω να ψηφίσω πάνω από δεκαετία. Τύχαινε βλέπετε την ημέρα των εκλογών - εθνικών, δημοτικών ή ευρωπαϊκών - να βρίσκομαι σε άλλη πόλη ή και σε άλλη χώρα. Με αποτέλεσμα να απέχω, παρά τη θέλησή μου. Και φαντάζομαι όχι μόνο εγώ, αλλά και πολλοί άλλοι μπορεί να μην ψηφίζουν για τον ίδιο λόγο. Μήπως ήρθε λοιπόν ο καιρός να εκσυγχρονιστεί η διαδικασία αυτή, διευκολύνοντας πρωτίστως όσους πολίτες θα ήθελαν να ψηφίσουν αλλά λόγοι απόστασης ή αναγκαστικής μετακίνησης δεν τους το επιτρέπουν; Και γενικότερα μήπως αυτή η χαρακτηριστική στατικότητα της διαδικασίας άσκησης του εκλογικού μας δικαιώματος στην εποχή της παγκοσμιοποίησης αποτελεί έναν μεγάλο και βλαπτικό αναχρονισμό, ένα κατάλοιπο άλλων εποχών, που ήρθε ο καιρός να αλλάξει;

21 Μαΐ 2009

Aπό την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλλα



Tις τελευταίες μέρες βλέπουμε τα δυο μεγάλα κόμματα να πελαγοδρομούν, αναζητώντας σανίδα σωτηρίας από τη φθορά στην οποία τα ίδια καταδίκασαν τους εαυτούς τους. Στα πλαίσια των απέλπιδων προσπαθειών τους να παρουσιάσουν στους ψηφοφόρους τους μια εικόνα στοιχειωδώς αξιοπρεπή, μοιάζουν να άγονται και να φέρονται από τις φαϊνές ιδέες του ενός ή του άλλου επικοινωνιακού τους συμβούλου. Αυτή ακριβώς αποδεικνύεται και η μεγαλύτερη καταδίκη τους, αυτό έχει γίνει το σισύφειο μαρτύριό τους: στερούμενοι οι ίδιοι πολιτικής σκέψης, αναγκάζονται, οι πολιτικοί μας ταγοί, να εξαρτώνται από τις υπηρεσίες του πρώτου τυχόντα που θα τους πουλήσει τις ‘επικοινωνιακές’ του συμβουλές.

Απ' τη μια, ο Γιώργος Παπανδρέου επιστρέφει στον Καστοριάδη της δεκαετίας του '50 βγάζοντας από την κατάψυξη το σύνθημα-δίλημμα ‘σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα’, που ήταν η ονομασία του περιοδικού που εξέδιδε η ομώνυμη ομάδα που είχαν δημιουργήσει ο Καστοριάδης με άλλους συντρόφους του και που κυκλοφορούσε στη Γαλλία της δεκαετίας του '50 και των αρχών του '60: ένα σύνθημα-δίλημμα που ξεπεράστηκε από τον ίδιο τον Καστοριάδη λίγο αργότερα και μετατράπηκε σε ‘αυτονομία ή βαρβαρότητα’. Αλλά για τον Γιώργο Παπανδρέου, που περισσότερα από δέκα χρόνια μετά το θάνατο του Καστοριάδη φαίνεται ξαφνικά να τον ανακάλυψε και απ' τη μεγάλη του χαρά μας ξανασερβίρει ένα δίλημμα άλλων εποχών, ποτέ δεν είναι αργά για μια αναίτια, ανούσια επιστροφή στο παρελθόν.

Απ' την άλλη, η Νέα Δημοκρατία, τελώντας σε πλήρη άγνοια της πασίγνωστης ιστορίας του διλήμματος ‘σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα’ (καλά, δεν διαθέτουν πολιτικούς αναλυτές στο προεκλογικό τους επιτελείο;) κατηγορεί τον Γιώργο Παπανδρέου – με τη βεβαιότητα ότι το ‘σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα’ το σκέφτηκε μόνος του ένα μεσημέρι που δεν είχε τι να κάνει στην οδό Ιπποκράτους – ότι αποκαλεί όσους Έλληνες δεν ψηφίζουν ΠΑΣΟΚ ‘βάρβαρους’. Από την πόλη έρχομαι, δηλαδή, και στην κορφή κανέλλα. Και σα να μην έφτανε αυτό, το κυβερνών κόμμα έβγαλε και προεκλογικό τηλεοπτικό σποτάκι που παρουσιάζει την οικονομική κρίση ως σατανική εφεύρεση κάποιων πράσινων πασοκικών παπαγαλακίων. Κάτι που σε κάνει να αναρωτιέσαι, σε τι είδους Ντίσνεϊλαντ μπορεί να ζούνε αυτοί οι άνθρωποι, που θεώρησαν εμπνευσμένο και πετυχημένο ένα τέτοιο σποτ. Πόσο εκτός πραγματικότητας μπορεί να βρίσκεται κάποιος για να φτάσει να δημιουργήσει και να δώσει στη δημοσιότητα ένα τέτοιο πράγμα, παρουσιάζοντας τη διαρκώς επιδεινούμενη καθημερινότητα που όλοι μας βιώνουμε ως αντιπολιτευτικό τέχνασμα του ΠΑΣΟΚ; Ένα τέχνασμα που υποτίθεται έχει ως στόχο να αποπροσανατολίσει, να παραπλανήσει κάποιους κατά τα άλλα ευτυχείς, αμέριμνους πολίτες;

Δυστυχώς ΚΑΙ τα δυο μεγάλα κόμματα παρουσιάζουν ένα θέαμα τόσο θλιβερό, με άσχετους αναχρονισμούς από τη μια και ανιστόρητες αλλά και εξωπραγματικές ρητορείες από την άλλη, που με κάνουν να αναρωτιέμαι: ΠΟΥ ζουν τέλος πάντων αυτοί οι άνθρωποι; Και ΠΟΙΟΙ εξακολουθούν να τους ψηφίζουν;

20 Μαΐ 2009

Περί εργασίας ή μάλλον ανεργίας



Καμιά φορά, ανεβάζοντας αναρτήσεις για ζητήματα γενικότερης επικαιρότητας, ξεχνάω να αναφερθώ σε κάποια κοντύτερα σ’ εμένα αλλά και με ευρύτερη νομίζω σημασία. Ένα τέτοιο, μείζον πρόβλημα που αντιμετωπίζω τα τελευταία πέντε με έξι χρόνια, θα έλεγα ότι έχει αποδειχθεί το εργασιακό. Σε παλιότερο ποστ είχα μιλήσει εν συντομία γι’ αυτό, εκφράζοντας τότε την ετοιμότητά μου να ματαξαναφύγω απ’ την Ελλάδα - το λέω αυτό γιατί έχω ήδη φύγει δυο φορές και επέστρεψα. Από την τελευταία φορά που επέστρεψα και ύστερα - και πάνε αρκετά χρόνια από τότε -, δεν κατάφερα δυστυχώς να ριζώσω εργασιακά κάπου. Και αυτό το αποδίδω σε διάφορους λόγους. Πρώτον και κυριότερο, στην παντελή έλλειψη γνωριμιών, διασυνδέσεων, γνωστών και καλοθελητών που σε άλλες περιπτώσεις φαντάζομαι ότι παίζουν το ρόλο τους, τόσο για να βρει κάποιος δουλειά όσο και για να την κρατήσει (ιδίως όταν τη διεκδικούν και άλλοι). Δεύτερον, σε μια ευρύτερη επιφυλακτικότητα που έχω αντιληφθεί ότι υπάρχει στην αγορά εργασίας απέναντι σε ανθρώπους με πολυετείς σπουδές αλλά και ποικιλία προηγούμενων εργασιών. Όσον αφορά στο δεύτερο, είδα ότι ενώ σε κάποιες χώρες του εξωτερικού η συχνή αλλαγή εργασίας δεν ενοχλεί, αντιθέτως θεωρείται δείγμα ανήσυχου και δραστήριου ανθρώπου, στην Ελλάδα αντιμετωπίζεται κάποιες φορές σαν ‘κουσούρι’. Ένα ‘κουσούρι’ το οποίο, συνδυασμένο με ένα άλλο ‘κουσούρι’, τις μακροχρόνιες σπουδές και μάλιστα ως επί το πλείστον στο εξωτερικό, επιδρά απ’ ό, τι είδα καταλυτικά. Τρίτον, νομίζω ότι η γενικότερη κακή κατάσταση της οικονομίας μας, που έχει περάσει, τα τελευταία χρόνια, σε μια φάση κάθε άλλο παρά ελπιδοφόρα, συντελεί κι αυτή ώστε στην αγορά εργασίας τόσο εργοδότες όσο και εργαζόμενοι να αντιμετωπίζουν ο ένας τον άλλο με βαθιά καχυποψία, αρνητισμό και ψυχική τσιγκουνιά. Θα μπορούσα να παραθέσω κι άλλους λόγους για την εργασιακή μου κακοδαιμονία - τη δική μου και πολλών άλλων νομίζω -, αλλά οι τρεις αυτοί θα έλεγα ότι επαρκούν για να ‘εξηγήσουν’ πολλά απ’ όσα έχω δει. Συνεπεία όλων αυτών, βρίσκομαι σε ένα δίλημμα: δεδομένου ότι επέλεξα να μην ξαναεγκαταλείψω την Ελλάδα, τι άλλο θα μπορούσα να κάνω - πέραν βεβαίως της καθημερινής προσπάθειας - προκειμένου να αλλάξουν τα πράγματα; Και κατέληξα σε ένα συμπέρασμα, κάπως παλιομοδίτικο και πολυφορεμένο: υπομονή, αν και ομολογουμένως με τα χρόνια κάπως εξαντλείται. Και μια και τα λέω όλα αυτά από το blog μου, να πω ότι υπάρχει και κάτι άλλο που μου κάνει εντύπωση. Δυο χρόνια τώρα στο blogging, δεν έχω δει παρά πολύ σπανίως να ανεβαίνουν αναρτήσεις στα διάφορα blogs γύρω από αυτό το ζήτημα, της δύσκολης επαγγελματικής αποκατάστασης. Και δεν ξέρω πραγματικά που να το αποδώσω. Άραγε όσοι ασχολούνται με το blogging έχουν λύσει τα βιοποριστικά, εργασιακά τους ζητήματα και έτσι το έριξαν στο χόμπι αυτό; Ή μήπως επέλεξαν να μη μιλάνε γι’ αυτά, προτιμώντας πιο ευχάριστα πράγματα; Ελπίζω ειλικρινά να ισχύει το πρώτο, παρότι πιθανότερο φαίνεται το δεύτερο!

19 Μαΐ 2009

Oι ευρωεκλογές, τα δυο μεγάλα κόμματα και οι Καλικατσούνες



Αυτές τις μέρες δίνονται και κυκλοφορούν στη δημοσιότητα τα ονόματα των υποψηφίων των δυο μεγάλων κομμάτων για τις ευρωεκλογές. Οι άνθρωποι αυτοί προτείνονται από ΠΑΣΟΚ και ΝΔ για να σταλούν στο ευρωκοινοβούλιο, στις Βρυξέλλες, εκπροσωπώντας την Ελλάδα. Προσοχή εδώ: το ότι προορίζονται να εκπροσωπήσουν, οι άνθρωποι αυτοί, πρωτίστως την Ελλάδα και μόνο δευτερευόντως τα κόμματα από τα οποία προέρχονται, έχει νομίζω μεγάλη σημασία. Και αυτό διότι η ιδιότητά τους αυτή ως πρεσβευτών της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα έπρεπε να καθορίσει και τα κριτήρια επιλογής τους από τα κόμματα που θα ζητήσουν την ψήφο μας για να τους στείλουν στις Βρυξέλλες. Τα κριτήρια αυτά θα έπρεπε, στην περίπτωσή τους, να έχουν περισσότερο να κάνουν με τα προσόντα των ανθρώπων αυτών ως απεσταλμένων μιας χώρας σε έναν διακρατικό οργανισμό. Προσόντα όπως: γλωσσομάθεια, ‘ανοικτή’ προσωπικότητα και πιθανότατα προηγούμενη διαμονή τους στο εξωτερικό και επαφή με άλλους λαούς, γνώση των ευρωπαϊκών ζητημάτων και ενδιαφέρον για την πολύπλοκη και πολυσύνθετη αυτή υπόθεση που λέγεται ευρωπαϊκή ενοποίηση, εκτεταμένη και βαθιά γνώση της ευρωπαϊκής ιστορίας και του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Όμως, τα κριτήρια βάσει των οποίων επιλέχθηκαν οι υποψήφιοι των δυο μεγάλων μας κομμάτων για τις ευρωεκλογές φαίνονται να κινούνται σε εντελώς άλλo μήκος κύματος. Αν ρίξει κανείς μια βιαστική έστω ματιά στα βιογραφικά σημειώματα που συνοδεύουν τα ονόματά τους, θα διαπιστώσει ότι oι περισσότεροι - με κάποιες εξαιρέσεις βεβαίως - αποτελούν πρόσωπα που επελέγησαν όχι βάσει των κριτηρίων που προανέφερα, αλλά βάσει της θέσης τους στην κομματική ιεραρχία και τα κομματικά όργανα. Πράγμα πρωτοφανές, έως και σκανδαλώδες θα έλεγα. Ιδίως αν λάβουμε υπόψη την αναμενόμενη χαμηλή συμμετοχή των ψηφοφόρων στις ευρωεκλογές λόγω τριημέρου του Αγίου Πνεύματος, καλοκαιριού και… παραλιών. Δυστυχώς, αντί τα δυο μεγάλα κόμματα, λαμβάνοντας υπόψη αυτή τη δυσμενή πρόβλεψη, να φιλοδοξήσουν να προσελκύσουν περισσότερους ψηφοφόρους στις κάλπες παρουσιάζοντας υποψήφιους υπερκομματικούς, προσωπικότητες ενδεχομένως από τον χώρο των τεχνών, των γραμμάτων και της επιστήμης, διεθνούς ακτινοβολίας και πανευρωπαϊκής εμβέλειας και αναγνώρισης, επέλεξαν τον εύκολο, περπατημένο δρόμο της κομματικής νομενκλατούρας ως δεξαμενής άντλησης υποψηφιοτήτων.


Και για να μη δείξω πλήρη απαξίωση απέναντι στην σημαντικότατη αυτή υπόθεση που λέγεται ευρωεκλογές, σας έχω, ή μάλλον θα σας είχα αν δεν ίσχυαν όσα λέω κλείνοντας αυτή την ανάρτηση, μια πρόταση για το τι να ψηφίσετε. Παρακάμπτοντας τα άλλα τρία γνωστά κόμματα (ΚΚΕ, ΣΥΡΙΖΑ και ΛΑΟΣ) με τους υποψηφίους τους, θα πρότεινα τον μοναδικό υποψήφιο που υπήρξε - έστω και περιστασιακά - και blogger, καταγράφoντας στο blog του την καθημερινότητά του στo ακατοίκητο νησί Ψαθούρα, στο οποίο είχε εγκατασταθεί πριν από δυο χρόνια - στο φάρο του νησιού - για να μελετήσει (αντιγράφω από το blog) την αναπαραγωγική βιολογία του Θαλασσοκόρακα (Phalacrocorax aristotelis desmarestii), τοπικά Καλικατσού, ενός προστατευτέου είδους πτηνού στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την ανοιξιάτικη μετανάστευση των πουλιών και τη φυσική ιστορία του νησιού - εδώ θα θυμηθείτε το blog του (απ’ όπου και οι φωτογραφίες) κάποιοι παλιότεροι και θα το γνωρίσετε οι υπόλοιποι. Θα τον πρότεινα όχι μόνο γι’ αυτό, αλλά και διότι πρόκειται για έναν, απ’ όσο μπορώ να κρίνω, σημαντικό επιστήμονα με συμπαθέστατη φυσιογνωμία και αξιόλογες ανησυχίες, συνυφασμένες με περιβαλλοντική δράση. Ο Γιώργος Κατσαδωράκης λοιπόν βάζει υποψηφιότητα στις προσεχείς ευρωεκλογές με τους Οικολόγους Πράσινους. Καλή του επιτυχία! *

* Λίγο δύσκολο βέβαια να εκλεγεί, λόγω της σχετικά χαμηλής του θέσης στο ευρωψηφοδέλτιο των Οικολόγων Πράσινων, που με φέρνει σε ένα άλλο μεγάλο ζήτημα: στις ‘κλειστές’ λίστες υποψηφίων που παρουσιάζουν τα κόμματα για τις ευρωεκλογές, στερώντας, αναίτια κατά τη γνώμη μου, από τους ψηφοφόρους τη δυνατότητα επιλογής (‘σταυρώματος’) συγκεκριμένων υποψηφίων, όπως στις εθνικές εκλογές.

17 Μαΐ 2009

Τι σημαίνει 'ανάπτυξη';

Ακούω καθημερινά πολιτικούς, δημοσιογράφους, αναλυτές και 'ειδικούς', κήνσορες και θεράποντες να αναφέρονται, με θετικό πάντα τρόπο, εμφανές καρδιοχτύπι και μεγάλες προσδοκίες, στην 'ανάπτυξη' αλλά και στα παράγωγά της, όπως όταν μιλάνε - κατεβάζοντας λίγο τα μούτρα και με έναν υπόκωφο σνομπισμό - για 'υπανάπτυκτες' χώρες, δηλαδή χώρες υπό 'ανάπτυξη'. Αν καθίσετε κι εσείς να ακούσετε μια οιαδήποτε ομιλία του πρωθυπουργού μας, του αρχηγού της μείζονος αντιπολίτευσης, οικονομικών παραγόντων, βιομηχάνων, θα χαθείτε κατά πάσα πιθανότητα στο μέτρημα αν προσπαθήσετε να καταγράψετε πόσες φορές ακούσατε τη συγκεκριμένη λέξη. Και τις περισσότερες απ’ αυτές θα την έχετε ακούσει συνυφασμένη με μελλοντικούς σχεδιασμούς, υποσχέσεις, προβλέψεις, οραματισμούς γύρω από την Ελλάδα και το μέλλον της - το μέλλον της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στα Βαλκάνια ή και απλώς το μέλλον της ως χώρας. Και ερωτώ όλους αυτούς τους γραβατωμένους, καλοξυρισμένους και σίγουρους για τους εαυτούς τους και για τις καλές τους προθέσεις κυρίους: αναρωτηθήκατε ποτέ κύριοι ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ανάπτυξη; Μήπως σημαίνει απλώς μια κίνηση, έναν προσανατολισμό - προσανατολισμό καθαρά και πέραν πάσης αμφιβολίας αυθαίρετο ως επιλογή - προς το περισσότερο και το περισσότερο, προς περισσότερα προϊόντα προς μαζική κατανάλωση, περισσότερη παραγωγή αυτών των προϊόντων, περισσότερες ώρες εργασίας αλλά και περισσότερους ανέργους, περισσότερους πτυχιούχους αλλά και περισσότερα PhD, περισσότερα άχρηστα ή σχεδόν άχρηστα πράγματα να αγοράσουμε όταν θα βγούμε για ψώνια, περισσότερα και διαφορετικότερα εδέσματα να απολαύσουμε στο τραπέζι μας κάθε μέρα, περισσότερα κοκτέιλ να μας δροσίζουν κάθε καλοκαίρι; Περισσότερα δέντρα να κόψουμε, ποτάμια να μπαζώσουμε, ζωικά είδη να οδηγήσουμε σε εξαφάνιση, βουνά να ξεκοιλιάσουμε; Με μια λέξη περισσότερες θυσίες στη χαρακτηριστικά ανικανοποίητη αυτή θεά που λέγεται 'ανάπτυξη'; Και για ΠΟΙΟ ΛΟΓΟ ακριβώς; Καθίσατε ποτέ κύριοι - θα τους έλεγα - να σκεφτείτε ΠΟΥ θέλουμε να φτάσουμε;

Και με την ευκαιρία αυτή, ανοίγοντας μια μεγάλη παρένθεση, να πω ότι υπάρχει κι ένα ωραιότατο και πολύ επίκαιρο σχετικό δοκίμιο του Κορνήλιου Καστοριάδη, το οποίο σας συστήνω ανεπιφύλακτα ('Σκέψεις πάνω στην "ανάπτυξη" και την "ορθολογικότητα"') και στο οποίο ο μεγάλος αυτός διανοητής έλεγε, μεταξύ πολλών άλλων: 'Στη χώρα απ' όπου έρχομαι (εννοώντας την Ελλάδα), η γενιά των παππούδων μου δεν είχε ακούσει ποτέ να γίνεται λόγος για μακροπρόθεσμη σχεδιοποίηση, για εξωτερικότητες, για μετακίνηση των ηπείρων ή για διαστολή του Σύμπαντος. Όμως, εξακολουθούσαν, και στα γηρατειά τους ακόμη, να φυτεύουν ελιές και κυπαρίσσια, χωρίς να τους απασχολούν ζητήματα κόστους και απόδοσης. Ήξεραν ότι θα πέθαιναν έσκαβαν όμως τη γη για τους επερχόμενους, αλλά ίσως και για τη γη την ίδια. Ήξεραν ότι, οποιαδήποτε "ισχύ" κι αν είχαν, η ισχύς αυτή δεν θα είχε ευεργετικά αποτελέσματα αν αυτοί δεν υπάκουαν στις εποχές, αν δεν πρόσεχαν τους ανέμους και δεν σέβονταν την ευμετάβολη Μεσόγειο, αν δεν έκοβαν τα δέντρα στην ώρα που έπρεπε και δεν άφηναν στο μούστο τον καιρό που του χρειαζόταν για να βράσει. Δεν σκέφτονταν με όρους απειρότητας - ίσως να μην καταλάβαιναν και την έννοια της λέξης˙όμως δρούσαν, ζούσαν και πέθαιναν σε ένα χρόνο αληθινά χωρίς τέλος. Προφανώς η χώρα δεν είχε ακόμα αναπτυχτεί.' Aν σε κάποιους φάνηκε ότι μιλάει για μια ουτοπική επιστροφή σε έναν χρόνο παρελθόντα, χρόνο χωρίς τέλος αλλά παρ’ όλα αυτά παρελθόντα, να πω ότι δεν πρόκειται καθόλου περί αυτού. Απλώς, η ίδια η λέξη 'ανάπτυξη', η εξέλιξη δηλαδή ενός οργανισμού, μιας οντότητας, μιας χώρας προς μια προκαθορισμένη κατάσταση τελειότητας στην οποία θεωρούμε ότι βρίσκεται αυτή τη στιγμή δυνάμει με στόχο να βρεθεί ενεργεία στην κατάσταση αυτή, δεν έχει κανένα μα κανένα νόημα όταν μιλάμε για ανθρώπινες κοινωνίες. Και αυτό γιατί όταν ο κύριος πρωθυπουργός ή οι άλλοι μας πολιτικοί μιλάνε απερίσκεπτα για την τάδε ή τη δείνα 'ανάπτυξη' και για το πώς θα επιτευχθεί, ξεχνάνε κάτι πολύ βασικό. Ξεχνάνε ότι ΔΕΝ μπορούμε να μιλάμε για οποιουδήποτε τύπου εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας, της ελληνικής κοινωνίας και οποιασδήποτε κοινωνίας εν γένει, αν δεν ξέρουμε πρώτον για τι είδους εξέλιξη - για τι είδους 'ανάπτυξη' - μιλάμε και, δεύτερον, ΠΟΥ φιλοδοξούμε να φτάσουμε μέσω αυτής της εξέλιξης, αυτής της 'ανάπτυξης'. Και κυρίως αν δεν έχουμε καθίσει και λιγάκι να σκεφτούμε: τι σημαίνει, τελικά, ανάπτυξη;

Eπιτέλους τελείωσε (;)

Χθες βράδυ, ύστερα από μια μεγάλη μέρα, έπεσα να κοιμηθώ σχετικά νωρίς, αλλά δυσκολεύτηκα. Έφταναν στ’ αυτιά μου φωνές, μουσικές, κραυγές, από τηλεοράσεις και ανθρώπους που είχαν συγκεντρωθεί γύρω απ’ αυτές σε ανοιχτούς ή κλειστούς χώρους για να παρακολουθήσουν τον διαγωνισμό τραγουδιού της Eurovision και τον ακαταπόνητο εθνικό μας λικνιστή, τον Sakis. Ακούγοντάς τους φαντάστηκα - όπως μου έχει συμβεί κι εμένα στο παρελθόν - παρέες μαζεμένες, για την περίσταση, σε σπίτια, με φαγητά, αναψυκτικά και ποτά, στημένες μπροστά στην τηλεόραση για να ‘δουν τη Eurovision’. Παρέες από ανθρώπους που πιθανότατα τους απασχολούν διάφορα διογκούμενα προβλήματα γύρω από τις δουλειές τους, τα χρέη τους, τις οικογένειές τους, με δυο λόγια η διαρκώς πιο δύσκολη καθημερινότητά τους. Και οι οποίοι ένιωσαν παρ’ όλα αυτά υποχρεωμένοι να προσποιηθούν τους αμέριμνους προκειμένου να πάνε στον τάδε ή στο δείνα φίλο και να χαζοκουβεντιάσουν, χαμογελαστοί και αφήνοντας επιμελώς ασχολίαστα άλλα, δυσάρεστα αλλά σημαντικότερα ζητήματα, για πράγματα που ούτε τους ενδιαφέρουν, ούτε τους αφορούν. Απόφαση αυθόρμητη; Όχι, κάθε άλλο θα έλεγα. Απόφαση που πάρθηκε καταναγκαστικά, ύστερα από μεθοδευμένη, συστηματική, συντονισμένη, επαναλαμβανόμενη προβολή του διαγωνισμού αυτού από τα ΜΜΕ για μήνες τώρα και με χίλιους δυο τρόπους: με συζητήσεις γύρω από τα παρασκηνιακά δρώμενα, με ρεπορτάζ και αναλύσεις πάνω στα διάφορα trivia του διαγωνισμού που κι αυτά έχουν τη σημασία τους, με συνεντεύξεις και αντεγκλήσεις με περισπούδαστο ύφος γύρω από το ποιος και με ποιο τραγούδι θα έπρεπε να μας εκπροσωπήσει και άλλα τέτοια. Η εντύπωση που δίνουν όλα αυτά; Ότι όσο χειροτερεύουν οι πραγματικές συνθήκες ζωής του νεοέλληνα, τόσο γιγαντώνεται η συντονισμένη προσπάθεια από πολλά ΜΜΕ για… αντιπερισπασμό. Όσο μεγαλώνει δηλαδή η ανάγκη να τεθούν επί τάπητος πραγματικά ζητήματα που μας απασχολούν όλους, τόσο εντείνονται οι προσπάθειές τους να αποσπάσουν την προσοχή μας από όλα αυτά τα ζητήματα προκειμένου να μας παρασύρουν σε μια κατάσταση χαλαρής, απολαυστικής χαύνωσης. Τον ρόλο αυτόν τον έχει βεβαίως αναλάβει, και μάλιστα ενθουσιωδώς, το τηλεοπτικό κανάλι Star καθ’ όλη τη διάρκεια της τηλεοπτικής σεζόν. Και ανάλογα με τις αφορμές που δίνονται - όπως η μεγάλη αφορμή που λέγεται Eurovision - ‘τσοντάρουν’ και τα υπόλοιπα κανάλια (αλλά και ραδιοφωνικοί σταθμοί, εφημερίδες και περιοδικά) κάνοντας ό, τι μπορούν για να προβληματίζονται οι τηλεθεατές τους όχι γύρω από την κακή κατάσταση της οικονομίας μας, την αυξανόμενη ανεργία, ζητήματα επικαιρότητας όπως οι ευρωεκλογές και η σημασία τους και τόσα άλλα που θα άξιζε να μας απασχολήσουν, αλλά γύρω από το πώς θα ντυθεί ή θα γδυθεί ο Sakis όταν έρθει η μεγάλη η στιγμή που θα βγει στη σκηνή της Eurovision ή γύρω από το αν ‘κινδυνεύει’ περισσότερο από το ένα ή το άλλο αντίπαλο τραγούδι. Απ’ τη μια λοιπόν χαίρομαι που τελείωσε το πανηγυράκι αυτό και θα ησυχάσουν τ’ αυτιά μου από τους γιουροβιζιονολόγους και την ακατάσχετη φλυαρία τους πάνω σε διάφορα ασήμαντα που προβάλλονται ως σημαντικά - μέχρι και… exit polls εμφανίστηκαν χτες, γύρω από τη ‘μεγάλη νύχτα’ του τελικού. Απ’ την άλλη, όμως, συνειδητοποιώ διαρκώς περισσότερο ότι η συντονισμένη αυτή προώθηση της ασημαντότητας κάθε άλλο παρά παροδική ήταν. Και ότι έχει έρθει για να μείνει.

15 Μαΐ 2009

Κάψτε τις τηλεοράσεις, όχι τα βιβλία



«Συχνά παρατηρείται πολλοί μαθητές να καταστρέφουν τα σχολικά τους βιβλία στα προαύλια των σχολείων κατά το τέλος του σχολικού έτους. Σε άρθρο που θα δημοσιευθεί στη σχολική σας εφημερίδα να αιτιολογήσετε το παραπάνω φαινόμενο και να αναφερθείτε στους τρόπους θα συμβάλουν στην αρμονική συνύπαρξη του βιβλίου με τα ηλεκτρονικά μέσα πληροφόρησης και γνώσης (500-600 λέξεις)».

Με αυτό το μείζονος σημασίας ερώτημα κλήθηκαν να αναμετρηθούν, με τις απαντήσεις τους, οι υποψήφιοι στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας που άνοιξε το φετινό πρόγραμμα των Πανελλαδικών Εξετάσεων. Άραγε γιατί από τότε που κι εγώ τελείωνα το Λύκειο μέχρι και σήμερα, αρχές του καλοκαιριού ή τέλη της άνοιξης, στήνονται πυρές έξω από σχολεία; Πυρές στις οποίες αγανακτισμένοι, μπουχτισμένοι μαθητές ρίχνουν τα σχολικά τους βιβλία της χρονιάς που πέρασε; Τα βιβλία που τόσο τους 'βασάνισαν', βγάζοντας έτσι το 'άχτι' τους; Φταίνε άραγε τα ίδια τα βιβλία, που πολλοί τα θεωρούν κακογραμμένα; Φταίνε μήπως οι εκπαιδευτικοί, που ίσως να μην κάνουν τη δουλειά τους με το απαιτούμενο κέφι; Φταίει το εκπαιδευτικό μας σύστημα εν τω συνόλω του; Ποιος φταίει τέλος πάντων για το ότι αυτό το μεσαιωνικού τύπου έθιμο συνεχίζεται αδιάλειπτα μέχρι τις μέρες μας;

Αν με ρωτήσετε θα σας πω ότι, κατά τη γνώμη μου, δε φταίνε τόσο τα ενδεχομένως όχι και τόσο καλογραμμένα σχολικά βιβλία για το ότι στο τέλος κάθε σχολικής χρονιάς καταλήγουν στην πυρά. Ούτε και οι πιθανότατα άκεφοι, ανόρεχτοι εκπαιδευτικοί, που αποτελούν γρανάζια ενός όχι άψογου εκπαιδευτικού συστήματος. Υπάρχουν, νομίζω, και κάποιοι άλλοι λόγοι για τις πυρές έξω από τα σχολεία: λόγοι που έχουν να κάνουν με το βαθύτερο πολιτιστικό έλλειμμα της σύγχρονης Ελλάδας. Ή, αν θέλετε, με το ότι στα περισσότερα ελληνικά σπίτια – για να φύγουμε για λίγο από τα σχολεία – δεν υπάρχουν, στα σαλόνια ή στις κρεβατοκάμαρες, στα παιδικά ή στα εφηβικά δωμάτια και τόσα βιβλία για να καούν, αλλά περισσότερο συσκευές τηλεόρασης, ηχοσυστήματα, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, κινητά τηλέφωνα, βιντεοπαιχνίδια και άλλα τέτοια είδη πρώτης ανάγκης – δηλαδή ανάγκης για αποβλάκωση και σκότωμα χρόνου. Άραγε γιατί δεν βλέπουμε, ούτε προβλέπεται να δούμε, νεοέλληνες να καίνε έξω από τα σπίτια τους τις τηλεοράσεις τους στο τέλος κάθε τηλεοπτικής σεζόν; Παρότι τα τηλεσκουπίδια που μας σερβίρονται, κυρίως από τα ιδιωτικά κανάλια, παραμένουν απείρως χειρότερα και από το πιο κακογραμμένο σχολικό βιβλίο;

14 Μαΐ 2009

Γιατί έχουμε πρωθυπουργό τον Κώστα Καραμανλή;

Απλή η απάντηση θα μου πείτε: γιατί τον ψήφισε ο ελληνικός λαός στις προηγούμενες αλλά και στις προ-προηγούμενες εκλογές. Και γιατί τον ψήφισε ο ελληνικός λαός; Μα γιατί ήταν και παραμένει Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, που ήταν το κόμμα που επικράτησε στις εκλογές. Και γιατί ήταν και παραμένει Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας; Ή μάλλον, για να το πω διαφορετικά, αν τον έλεγαν, ας πούμε, Κώστα Παπαδόπουλο και όχι Κώστα Καραμανλή θα ήταν Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας; Μάλλον όχι. Ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, σκέτα όχι. Ήταν όμως ανιψιός του 'Εθνάρχη', του 'μεγάλου' Κωνσταντίνου Καραμανλή. Και πώς πρωτοέγινε πρωθυπουργός ο 'Εθνάρχης' θείος του; Γιατί τον ψήφισε ο ελληνικός λαός; Χμ, όχι ακριβώς. Και σε αυτό το σημείο θα πάμε μερικές δεκαετίες πίσω (μη… λακίσετε όσοι βαριέστε τις επιστροφές στο παρελθόν, αξίζει τον κόπο). Συγκεκριμένα θα πάμε στο 1955, όπου έχουμε την κυβέρνηση του κόμματος του Ελληνικού Συναγερμού με πρωθυπουργό τον γηραιό Αλέξανδρο Παπάγο και με δυο Αντιπροέδρους, τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο - για τον οποίο είπα κάποια πράγματα στην αμέσως προηγούμενη ανάρτηση και σε μια λίγο παλιότερη - και τον Στέφανο Στεφανόπουλο, που όλοι περίμεναν ένας εκ των δυο να διαδεχτεί στην πρωθυπουργία τον γέροντα Παπάγο μετά το θάνατό του. Όταν όμως πέθανε ο Παπάγος και ήρθε η ώρα να βρεθεί ο αντικαταστάτης του, τα Ανάκτορα πρότειναν αμέσως για πρωθυπουργό τον Καραμανλή, που ήταν υπουργός Δημοσίων Έργων στην κυβέρνηση αυτή, παρακάμπτοντας έτσι τον Στέφανο Στεφανόπουλο και τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, δυο έμπειρους πολιτικούς που, όπως είπα, μέχρι τη στιγμή εκείνη θεωρούνταν οι πιθανότεροι αντικαταστάτες του Παπάγου. Ο Καραμανλής έγινε λοιπόν για πρώτη φορά πρωθυπουργός στα τέλη του 1955 αμέσως μετά το θάνατο του Παπάγου, εξασφαλίζοντας λίγο αργότερα κοινοβουλευτική πλειοψηφία στις εκλογές του 1956. Σε αυτές επανίδρυσε το κόμμα του Ελληνικού Συναγερμού με το νέο όνομα Εθνική Ριζοσπαστική Ένωσις (EΡΕ) και με αυτό κέρδισε την πρώτη του κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Πώς ακριβώς; Εφαρμόζοντας το λεγόμενο 'τριφασικό' εκλογικό σύστημα και κερδίζοντας τις εκλογές, παρά το γεγονός ότι η ΕΡΕ, σε απόλυτους αριθμούς ψήφων, είχε έρθει δεύτερο κόμμα (ΕΡΕ 47,38%, Δημοκρατική Ένωση 48,15%). Το εκλογικό αυτό σύστημα προέβλεπε πλειοψηφικό και ενισχυμένη αναλογική στις περιφέρειες στις οποίες ήταν πρώτο κόμμα η ΕΡΕ και απλή αναλογική στις υπόλοιπες, εξασφαλίζοντας έτσι στην ΕΡΕ τον μέγιστο αριθμό εδρών. Κατ' αυτόν τον τρόπο του εξασφάλισε την πλειοψηφία και στις εκλογές του 1958 και του 1961. Οι τελευταίες, που σημαδεύτηκαν από τις επεμβάσεις του στρατού, της χωροφυλακής και παρακρατικών στον προεκλογικό αγώνα χαρακτηρίστηκαν εκλογές 'βίας και νοθείας' από τα άλλα κόμματα, την Ένωση Κέντρου και την ΕΔΑ και ο τότε αρχηγός της Ένωσης Κέντρου και βασικός αντίπαλος του Καραμανλή Γεώργιος Παπανδρέου κήρυξε, με αυτή την αφορμή, τον 'ανένδοτο αγώνα'. Τα υπόλοιπα τα ξέρετε, ανήκουν στην πολιτική μας ιστορία. Όμως, δυο πράγματα θα ήθελα να σημειώσω, βάσει όσων ειπώθηκαν παραπάνω:

Πρώτον, να πω ότι ήταν αναμενόμενο - βαστάτε γερά όσοι βαριέστε τις ιστορικές αναδρομές! - να επιλεγεί το 1955 από τον βασιλιά Παύλο (και τη Φρειδερίκη βεβαίως) ο Καραμανλής για αντικαταστάτης στην πρωθυπουργία του Παπάγου, διότι ήταν ο ευνοούμενος του Παλατιού. Και οπωσδήποτε δεν θα περίμενε κανείς - για τον Στέφανο Στεφανόπουλο δεν μπορώ να ξέρω - να προτείνουν, τα Ανάκτορα, τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, ο οποίος, για να το πω απλουστευτικά, δεν τα πήγαινε καλά με τους βασιλείς. Ήδη από το καλοκαίρι του ταραγμένου 1935 είχε δημοσιεύσει άρθρα υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας και με τον ερχομό του Γεωργίου Β' απομακρύνθηκε από την πανεπιστημιακή του έδρα - ήταν Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών - λόγω της άρνησής του να ορκιστεί πίστη στον βασιλιά. Αργότερα, ως μέλος της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης του Καΐρου κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, είχε προτείνει στον τότε πρωθυπουργό Τσουδερό να προκηρυχθεί δημοψήφισμα, μετά την επιστροφή της κυβέρνησης στην Ελλάδα, γύρω από αν οι Έλληνες επιθυμούσαν την επιστροφή του βασιλιά, προκειμένου να αποφευχθούν διογκούμενες εντάσεις που υπήρχαν και οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε εμφύλιο πόλεμο. Δυστυχώς, όμως, δεν εισακούστηκε.

Δεύτερον, να πω ότι όπως ο Καραμανλής, ως ο εκλεκτός των Ανακτόρων, πρωτοεκλέχτηκε πρωθυπουργός το 1956 χωρίς να έχει πάρει πανελληνίως τις περισσότερες ψήφους, έτσι και ο George W. Bush βγήκε νικητής, με την εφαρμογή ενός πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος, από τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2000 και εξελέγη πρόεδρος, παρότι είχε συγκεντρώσει παναμερικανικά μισό εκατομμύριο λιγότερες ψήφους από τον Al Gore. Όμως μετά από οκτώ χρόνια Bush, τα 'αμερικανάκια' έβγαλαν πρόεδρο έναν Obama. Ενώ εμείς, περισσότερο από πενήντα χρόνια μετά, έχουμε για πρωθυπουργό τον ανιψιό του 'Εθνάρχη'.

Στη φωτογραφία ο 'Εθνάρχης' με το βασιλιά Παύλο το 1956.

12 Μαΐ 2009

Μια συνάντηση που άφησε ερωτηματικά

Σήμερα το πρωί βρισκόμουν στην Αρχαία Αγορά, στην Εταιρεία Φίλων Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Πήγα εκεί – σε ένα παλιό, με εκκρεμή μερεμέτια διώροφο οίκημα, λιτό εσωτερικά, με λιγοστά, απλά έπιπλα και μουτζουρωμένο εξωτερικά από κάποια οργισμένα νιάτα – για να γνωρίσω από κοντά την επί 35 χρόνια ιδιαιτέρα γραμματέα του: μια γυναίκα που βρισκόταν όλα αυτά τα χρόνια στο πλάι του ως η στενότερή του συνεργάτιδα και η οποία στις μέρες μας εξακολουθεί να εργάζεται εκεί, εθελοντικά, παρότι έχουν ήδη περάσει 23 χρόνια από το θάνατό του. Βρέθηκα εκεί διότι θεωρώ σπάνια περίπτωση τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, έναν πολιτικό που διακρίθηκε όχι για το πόσα αγάλματα του στήθηκαν σε πάρκα και πλατείες ή πόσοι δρόμοι πήραν το όνομά του, ούτε για το πόσες φορές γέμισε την Πλατεία Συντάγματος με σημαιοφόρους οπαδούς του κόμματός του, αλλά για το τεράστιο συγγραφικό του έργο. Ασχέτως και πέρα από το αν διαφωνεί κανείς – όπως διαφωνώ εγώ – με κάποιες απόψεις του, δεν μπορεί παρά να σταθεί και να συλλογιστεί, ιδίως μετά από μια συνάντηση όπως αυτή που είχα σήμερα, αν υπάρχει και στην εποχή μας γόνιμο έδαφος για να εμφανιστούν και να διακριθούν, στον δημόσιο βίο μας, πολιτικοί με την προσωπικότητα ενός Κανελλόπουλου. Τι εννοώ; Εννοώ πολιτικούς που δεν θα τους ξέρουμε με τα μικρά τους ονόματα σαν να πρόκειται για τα παιδιά της διπλανής πόρτας, που δεν θα λαϊκίζουν δηλαδή, αλλά θα αποτελούν υποδείγματα αρετής – ναι, υπάρχει ακόμα αυτή η λέξη, που στην εποχή μας περισσότερο στα λεξικά τη βρίσκουμε –, αξιοπρέπειας, πνευματικής καλλιέργειας. Πολιτικούς που θα ακολουθούν μια ωραία ρήση που άρεσε στον Κανελλόπουλο: ότι ο εαυτός μας αποτελεί πολύ φτωχό πεδίο δράσης. Πολιτικούς που δεν θα κυνηγούν αξιώματα, υπουργεία ή υφυπουργεία, αλλά θα επιδιώκουν την καλυτέρευσή τους ως ανθρώπων μέσα από την ενασχόλησή τους με τα κοινά. Αναρωτήθηκα επιπλέον, σε αυτά τα πλαίσια και όσο κουβεντιάζαμε, ποια ιδιαιτέρα γραμματέας σημερινού πολιτικού θα παρέμενε, περισσότερα από 20 χρόνια μετά το θάνατό του, πιστή σ’ αυτόν, προσφέροντας τον εαυτό της εθελοντικά σε καθημερινή σχεδόν βάση σε μια Εταιρεία Φίλων του. Την απορία μου αυτή τη μοιράστηκα μαζί της, αλλά η ίδια το θεωρούσε τόσο αυτονόητο, που δεν είχε κάτι να πει. Όταν την άφησα, κρατούσα στα χέρια μου τέσσερα βιβλία που μου είχε χαρίσει: δυο δικά της και δυο γύρω από τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο. Και με αυτή την τελευταία αφορμή αναρωτήθηκα, πόσοι άραγε από τους σημερινούς πολιτικούς – πόσο δε οι ιδιαίτερες γραμματείς τους – θα αφήσουν πνευματικό έργο πίσω τους – έργο, μάλιστα, αξιόλογο που να αντέχει στο χρόνο –, όταν σβήσουν τα φώτα της πολιτικής δημοσιότητας γύρω τους; Ομολογώ ότι δυσκολεύομαι να βρω έστω και έναν. Δυστυχώς γι’ αυτούς και περισσότερο για μας.

7 Μαΐ 2009

Θα 'θελα...


Θα 'θελα να 'μουν νεότερος, γύρω στα είκοσι τρία (άντε είκοσι τέσσερα) για…

… να μη βλέπω το ποτήρι μισοάδειο, όπως μου είπε πρόσφατα μια ιντερνετική φίλη: να το βλέπω όχι μόνο μισογεμάτο αλλά ξεχειλισμένο, όπως κάποτε πράγματι το έβλεπα.

… να φαντάζομαι ότι θα βρω μετά τις σπουδές μου μια ωραιότατη δουλειά, με ανθρώπους που θα κοιτάζουν ίσια μέσα μου, εκτιμώντας με (ακόμα την περιμένω).

… να νομίζω ότι μετά τις επόμενες εκλογές πραγματικά θα αλλάξουν τα πράγματα, θα ξημερώσει μια καινούργια μέρα και όλα θα γίνουν καλύτερα.

… να ΜΗ νομίζω, όπως σήμερα, ότι όλες οι νεότερες γυναίκες με ποθούν ατελείωτα, όταν αυτές θα με κοιτάξουν έστω και αφηρημένα.

… να περιμένω ότι με την έλευση της νέας χιλιετίας θα μπούμε σε μια νέα εποχή που θα συνδυάζει τηλεμεταφορές αλά Σταρ Τρεκ και άλλα θαυμαστά που ούτε να φανταστώ δε μπορούσα.

… να μη βαριέμαι να πάω να αθληθώ, να τρέξω, να ξενυχτήσω έτσι, χωρίς λόγο σε κάποιο καλοκαιρινό μπαράκι, να βγω μια βόλτα στην πόλη ένα γλυκό ανοιξιάτικο απόγευμα.

… να μη μου μιλάνε στον πληθυντικό οι σημερινοί εικοσάρηδες, κάνοντάς με να νιώθω υπερήλικας.

... να μη ρουφιέμαι κάθε τόσο μπροστά στον καθρέφτη προσπαθώντας να αποκρύψω, από τον ίδιο μου τον εαυτό, τις συνέπειες της ολοένα στενότερης, καθώς μεγαλώνω, σχέσης μου με το φαγητό.

Όμως, τα χρόνια πέρασαν και κοντεύω πια να μπω στα σαράντα. Ελπίζω,
τουλάχιστον, να έχουν περάσει τα χειρότερα!

Γράψτε λάθος



Μόλις συνειδητοποίησα, με τη βοήθεια κάποιων e-mails που μου στείλατε αλλά και των σχολίων στο blog, ότι η απόφασή μου να σταματήσω να δημοσιεύω αναρτήσεις ήταν βιαστική. Οφειλόταν σε μια κακοδιαθεσία στιγμιαία - και λέω και το τονίζω το στιγμιαία διότι, αν και πιθανότατα κάποιοι που δε με γνωρίζουν προσωπικά μπορεί να νομίζουν το αντίθετο βάσει κάποιων αναρτήσεών μου, ανέκαθεν ήμουν και παραμένω εκνευριστικά (για τους απαισιόδοξους) αισιόδοξος άνθρωπος. Θα ήταν λοιπόν αντίθετο με τη φύση μου να παραδεχθώ ότι ηττήθηκα, ότι τα μπουκάλια (κάποιοι τα λένε και posts) που πέταγα στον ωκεανό του blogging τα ξέβραζε ο ωκεανός σε ξερονήσια και τα χαρτάκια εντός τους έμεναν αδιάβαστα. Βεβαίως, θα αραιώσουν λιγάκι οι αναρτήσεις, διότι ένας λόγος που έφτασα να θέλω να σταματήσω ίσως να ήταν και η υπερβολική μου ενασχόληση με το blog τους δυο-τρεις τελευταίους μήνες. Συνεχίζουμε λοιπόν, αραιότερα αλλά... σταθερά. Και να ευχαριστήσω όλους όσους μπήκατε στον κόπο, μέσα από σχόλια ή ηλεκτρονικά μηνύματα, να πείτε καλά λόγια για μένα και το blog. Τα εκτίμησα. :-)

5 Μαΐ 2009

Η νίκη του εφήμερου

Ξεκίνησα αυτό το blog, πριν κάτι περισσότερο από δυο χρόνια, με έναν ουτοπικό στόχο. Ήθελα να μοιραστώ κάποιες σκέψεις μου με ανθρώπους που θα έκαναν τον κόπο να καθίσουν και να προβληματιστούν με όσα έλεγα, ανεξαρτήτως του πόσο θα ξένιζαν ή θα ‘δυσκόλευαν’ κάποια απ’ αυτά. Με τον καιρό, όμως, διαπίστωσα ότι δεν μπορεί κανείς να περιμένει προσεγμένη αντιμετώπιση και σε βάθος επικοινωνία από τους επισκέπτες ενός blog. Τι εννοώ; Ότι έχουμε, δυστυχώς, συνηθίσει να επιτρέπουμε μόνο σε ‘επώνυμους’, συγγραφείς ή επιφυλλιδογράφους εφημερίδων, να μας προβληματίζουν και να μας βάζουν να σκεφτούμε. Και ότι, εν αντιθέσει, τα blogs και όσα γράφονται σ’ αυτά αντιμετωπίζονται στο σύνολό τους από τους επισκέπτες τους με την προχειρότητα και την ελαφράδα που ξεφυλλίζει κανείς ένα life-style περιοδικό. Βρέθηκα, λοιπόν, προ ενός διλήμματος: είτε θα προσποιούμουν το παιδί της διπλανής πόρτας δημοσιεύοντας εύπεπτες αναρτήσεις προκειμένου να μπορώ να μιλάω με κάποιους, είτε θα παρέμενα πιστός στην αρχική μου πρόθεση να μοιραστώ κάποιες βαθύτερες σκέψεις μου, με το τίμημα μιας κάποιας απομόνωσης. Στην πορεία, διαπίστωσα ότι το δώρο της επικοινωνίας, της επικοινωνίας που από την αρχή επιζητούσα, μου προσφερόταν μόνο στην πρώτη περίπτωση, αυτή των ‘εύκολων’ αναρτήσεων. Στη δεύτερη περίπτωση, τα λεγόμενά μου έμοιαζαν μπουκάλια ριγμένα σ’ έναν αμίλητο, απρόσωπο, παγωμένο ωκεανό. Έμεναν ως επί το πλείστον ασχολίαστα, στερώντας μου τη δυνατότητα να επικοινωνήσω, να κουβεντιάσω πάνω στους προβληματισμούς μου. Τι να έφταιξε άραγε; Δε νομίζω ότι δεν υπάρχουν άνθρωποι που επίσης προβληματίζονται στο internet. Όμως δεν διαθέτουν ούτε το χρόνο ούτε τη διάθεση, όπως έλεγα στην αρχή, να βυθιστούν σε μια ‘δύσκολη’ ανάρτηση όπως θα βυθίζονταν σε ένα βιβλίο ή σε ένα άρθρο μιας εφημερίδας. Αποφάσισα λοιπόν να σταματήσω τον μάταιο αυτό αγώνα. Γιατί δεν θεωρώ τίμιο το να υποδύομαι το παιδί της διπλανής πόρτας με εύπεπτες αναρτήσεις προκειμένου να επικοινωνώ, ούτε και κατάφερα να ξεπεράσω αυτό το εμπόδιο της επιφανειακής ματιάς στην οποία έχουν καταδικαστεί τα blogs και οι αναρτήσεις τους. Ευχαριστώ όσους με συντρόφευσαν σε αυτό το εξαρχής ιδιόμορφο αλλά και αποκαλυπτικό ταξίδι. Δυστυχώς, ηττήθηκα. Ηττήθηκα από το εφήμερο και την επικράτησή του ως νόρμας στα blogs. Αλλά δεν πειράζει. Κάθε ήττα μας κάνει νομίζω σοφότερους, ωριμότερους, ανθεκτικότερους. Έτσι κι εγώ, βγαίνω με διδάγματα απ’ αυτό που λέμε blogging. ;-)

3 Μαΐ 2009

Πλατεία Τιανανμέν: οι ώρες που ΔΕΝ άλλαξαν τον κόσμο



Πριν είκοσι χρόνια, τέτοιο καιρό, μερικές χιλιάδες νεαροί Κινέζοι φοιτητές έπαιρναν ένα γερό μάθημα πολιτικού εκλεκτισμού στην πλατεία Τιανανμέν. Είχαν κάνει το λάθος να πάρουν από τη φράση ‘ελεύθερη αγορά’ και να τονίσουν την πρώτη από τις δυο λέξεις και όχι αποκλειστικά τη δεύτερη, συνταιριάζοντάς τη και με άλλες, όπως στο αίτημα για ‘ελευθερία έκφρασης’. Είχαν πέσει πολύ έξω όμως, γιατί η κινεζική κυβέρνηση - ως κυβέρνηση μιας αχανούς πληθυσμιακά χώρας που δε γνώρισε ποτέ δημοκρατία στη μακραίωνη ιστορία της, περνώντας απλώς τα ηνία, νωρίς τον προηγούμενο αιώνα, από τα χέρια αυταρχικών αυτοκρατόρων στα χέρια εξίσου αυταρχικών Γενικών Γραμματέων του Κομμουνιστικού Κόμματος - είχε επιλέξει να στραφεί στην ελεύθερη αγορά δίνοντας έμφαση ακριβώς στη λέξη αγορά. Εισήγαγε λοιπόν, η πολυάνθρωπη αυτή υπερδύναμη, προκειμένου να μπορέσει να εξάγει και να προωθήσει τα made in China φτηνοπροϊόντα της στην υπόλοιπη υφήλιο, την κερδοθηρία μέσω της διαρκώς αυξανόμενης, μαζικής παραγωγής καταναλωτικών προϊόντων - την κεντρική αυτή καπιταλιστική αξία - στο αξιακό της σύστημα, αφήνοντας βολικά έξω από τα σύνορά της τις δυτικές δημοκρατικές παραδόσεις. Όσο για τη Δύση, αυτή δε φάνηκε να έχει πρόβλημα με την επιλεκτική συμπεριφορά του κινεζικού καθεστώτος. Ίσως γιατί και την ίδια την απασχολούσαν περισσότερο η ελεύθερη αγορά και η ανεμπόδιστη διακίνηση καταναλωτικών αγαθών απ’ ό, τι η ελεύθερη διαβίωση δισεκατομμυρίων ανθρώπων που έτυχε να γεννηθούν υπό τον αστερισμό ενός πολιτισμού χωρίς δημοκρατικές παραδόσεις. Γιορτάζοντας μάλιστα αυτή τη συνύπαρξη ελεύθερης αγοράς με κοινωνική και πολιτική ανελευθερία, έδωσε, η Δύση, στην Κίνα το δικαίωμα να διοργανώσει πέρσι τους Ολυμπιακούς Αγώνες, προκειμένου να νιώσει κι αυτή ότι ανήκει στη ζεστή οικογένεια της ‘προηγμένης’ Δύσης. Σε λίγες μέρες συμπληρώνονται είκοσι χρόνια από τότε που κάποιοι νεαροί Κινέζοι, παρασυρμένοι πιθανότατα από τον ενθουσιασμό με τον οποίο η πατρίδα τους έβγαινε νικήτρια από τη διεθνή της απομόνωση, αναδεικνυόμενη μάλιστα σε κορυφαίο παίκτη στο παγκόσμιο εμπορικό και χρηματοπιστωτικό καζίνο, νόμισαν ότι θα μπορούσαν να σπρώξουν το καθεστώς τους προς μια άλλη, δημοκρατικότερη κατεύθυνση. Μάλλον δε γνώριζαν καλά τι σημαίνει καπιταλισμός. Δεν υποπτεύονταν ότι η ελεύθερη διακίνηση αγαθών μπορούσε μια χαρά να συνυπάρχει με απουσία και καταπάτηση ανθρώπινων ελευθεριών και δικαιωμάτων. Αρκεί να υπάρχει κέρδος.