28 Φεβ 2009

Κοιτάτε, αλλά μην αγγίζετε



Πήγαμε σήμερα με τη γυναίκα μου στο κοντινό μας βουνό, παίρνοντας από το σπίτι μια-δυο σακούλες με λαγάνα, ταραμοσαλάτα, προσούτο (έχουμε και αδυναμίες) και κρασί με δυο κολονάτα ποτήρια που δεν έσπασαν στη διαδρομή (ΟΥΤΕ του γυρισμού!). Βρήκαμε ένα μικρό κιόσκι ψηλά στο βουνό, απ’ όπου έβλεπες από κάτω ολόκληρη τη Θεσσαλονίκη στο πιάτο. Αφήσαμε δίπλα μας και τα παράθυρα στο τζιπάκι μας ανοιχτά με το ραδιόφωνο να παίζει κεφάτη μουσική, ανοίξαμε το κρασί και… απολαύσαμε την όμορφη μέρα. Κάποια στιγμή, που βοηθούντος και του κρασιού – μια μποτίλια ροζέ ‘Λευκαδίτικη Γη’, λάφυρο από τις διακοπές του περσινού καλοκαιριού στη γαλίφικη Λευκάδα – άρχισα να… φέρνω τις στροφές μου εκεί, κάτω απ’ το κιόσκι, ανάμεσα στα ξύλινα παγκάκια και γύρω απ’ το ξύλινο, στρογγυλό τραπεζάκι, κάνοντας τη συνοδοιπόρο μου σ’ αυτή την ορεινή οινοποσία να βάλει τα γέλια, άρχισα να συνειδητοποιώ κάτι. Ότι είμαστε, οι σημερινοί τριαντάρηδες, στερημένη γενιά, σε αντίθεση με τη γενιά των γονιών μας, που απ’ αυτή την άποψη μου φαίνεται χορτασμένη. Από ποια άποψη; Από την άποψη των απλών χαρών της ζωής, της αυθεντικής απόλαυσης των στιγμών. Οι άνθρωποι της γενιάς των γονιών μου μπορεί να μην είχαν pc, πρόσβαση στο internet, dvd, κινητό με hands free, abs και cd player στο αυτοκίνητο – ή να μην είχαν καν αυτοκίνητο. Είχαν όμως τη μοναδική ευκαιρία να ζήσουν σε χρόνια που ήξεραν να γλεντάνε, που η κάθε μέρα σήμαινε κάτι, που η Καθαρά Δευτέρα σήμαινε εξόρμηση στην εξοχή με τα σαρακοστιανά, λίγο κρασάκι και καλή παρέα. Ήξεραν να τραγουδάνε στο δρόμο για την εκδρομή και όχι απλώς να ακούνε σιωπηρά, με ατάραχο, πίσω από αδιαπέραστα γυαλιά ηλίου, ύφος, μουσική από το ραδιόφωνο ή το cd player. Ήξεραν να μιλάνε με τους γείτονες χωρίς να κουτσομπολεύουν, να γελάνε χωρίς να χλευάζουν, να τρώνε και να πίνουν χωρίς να ανησυχούν μην παχύνουν ή για τους κινδύνους του αλκοόλ που επεσήμαινε η χθεσινή έρευνα στην εφημερίδα. Προσέξτε, δεν εξιδανικεύω μια εποχή και τους ανθρώπους της, ούτε νοσταλγώ – πώς να νοσταλγήσω άλλωστε κάτι που το έζησα ξώφαλτσα; Απλώς, με ανησυχεί λίγο η δική μας η εποχή. Γιατί νομίζω ότι ο χρόνος μας λιγοστεύει διαρκώς περισσότερο, και λιγοστεύει σε βάρος των αυθεντικών στιγμών που κρύβει, που μπορεί ακόμη να μας χαρίσει αυτή η ζωή. Και μένουμε με τα ασήμαντα, με τις αβαθείς εμπειρίες. Μένουμε να πλατσουρίζουμε στα ρηχά της ζωής, χωρίς να ξανοιγόμαστε. Να τη χαζεύουμε σαν έργο τέχνης, χωρίς να την αγγίζουμε.

Στη φωτογραφία, ένα πραγματικό έργο τέχνης: Paul Cézanne, Nature morte avec des pommes (Νεκρή φύση με μήλα), 1890.

27 Φεβ 2009

The lonely crowd

Μεγάλο κύκλο διαδικτυακών φίλων αλλά φτωχή κοινωνική ζωή έχουν οι χρήστες του Facebook σύμφωνα με σημερινό δημοσίευμα των ΝΕΩΝ. Δεν ξέρω εσάς, αλλά εμένα προσωπικά δε μου φαίνεται περίεργο αυτό. Γιατί άλλωστε θα έψαχνε ποτέ κάποιος για φίλους στο ίντερνετ; Όντας απογοητευμένος από τους πραγματικούς του, off-line φίλους θα έλεγα. Ή μη διαθέτοντας πραγματικούς, εκτός ίντερνετ φίλους. Και λέω πραγματικούς, γιατί δε νομίζω ότι οι δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες κάποτε ‘friends’ του Facebook θα μπορούσαν ποτέ να θεωρηθούν φίλοι με την παλιά, καλή έννοια της λέξης. Φίλοι δηλαδή με τους οποίους πήγαμε μαζί διακοπές όταν δεν είχαμε ακόμα κορίτσια – ή αγόρια –, φίλοι με τους οποίους ξενυχτήσαμε μια έναστρη καλοκαιρινή βραδιά ανοίγοντας ο ένας στον άλλο τις ψυχές μας, φίλοι με τους οποίους τσακωθήκαμε, φιλιώσαμε, ξαναμαλώσαμε και τα ξαναβρήκαμε. Φίλοι με τους οποίους κάναμε ατελείωτες βόλτες κουβεντιάζοντας, πήγαμε μαζί σινεμά, για φαγητό ή για ποτά, σταθήκαμε ο ένας δίπλα στον άλλο στις ‘μαύρες’ μας. Οι ‘friends’ του Facebook δε νομίζω ότι θα μπορούσαν ποτέ να τα κάνουν όλα αυτά. Το πολύ που μπορούν να κάνουν, να μας στείλουν κανένα ηλεκτρονικό φιλάκι ή ‘πείραγμα’, καμιά αστεία φατσούλα, κανένα βιντεάκι, γεμίζοντας τον άδειο χρόνο μας. Όμως οι φίλοι θα ’πρεπε νομίζω να αποτελούν κάτι πολύ περισσότερο από τέτοιου είδους μπαλώματα για τον άδειο χρόνο μας. Και μάλιστα εκ του μακρόθεν, χωρίς καν να μας βλέπουν και να τους βλέπουμε. Για να μην παρεξηγηθώ, δε θα με περιέγραφα ποτέ ούτε θα ήθελα να με δείτε ως τεχνοφοβικό. Απλώς νομίζω ότι σε αυτή τουλάχιστον την περίπτωση, καλά θα κάναμε να ήμασταν κάπως ‘κουμπωμένοι’. Και να μην παίρνουμε τους διαδικτυακούς μας ‘φίλους’ και πολύ στα σοβαρά. Aλλιώς κινδυνεύουμε να περάσουμε την υπόλοιπη ζωή μας χωρίς… φίλους.

26 Φεβ 2009

Ψαρεύοντας σε θολά νερά

Σε αυτό ακριβώς το σπορ, στο ψάρεμα σε μια λιμνούλα με γκρίζα, αδιαφανή νερά, έχει νομίζω επιδοθεί ο ΣΥΡΙΖΑ, με επικοινωνιακά τρικάκια, κλεισίματα του ματιού, αοριστίες, γενικότητες και ασαφείς δηλωσούλες στα μίντια που στόχο τους έχουν να 'μιλήσουν' σε όλους εκείνους τους ψηφοφόρους που έχουν μείνει πολιτικά ακηδεμόνευτοι. Ψηφοφόρους, που περιλαμβάνουν στις τάξεις τους πολλούς αορίστως 'επαναστατημένους' τύπους ανθρώπων: 'αναρχικούς', 'μπαχαλάκηδες', 'κουκουλοφόρους'. Και κυρίως μαθητές, φοιτητές και νεολαία εν γένει. Γιατί ο καλός ο νοικοκύρης βλέπει μακριά, πρέπει να εξασφαλίσει καυσόξυλα για το εκλογικό του τζάκι για πολλούς δύσκολους χειμώνες που έρχονται, και οι νέοι θα ψηφίζουν για πολλά-πολλά χρόνια ακόμα. Επομένως, για τον ΣΥΡΙΖΑ, στον οποίο επικρατεί ιδεολογικά μια άκρατη, ανεξήγητη και ασυμμάζευτη νεοφιλία, οι νέοι έχουν πάντα δίκιο επειδή ακριβώς τυχαίνει να είναι νέοι. Το ότι αυτοί οι νέοι ενίοτε αποδεικνύονται εξίσου αν όχι περισσότερο γερασμένοι και ελλειμματικοί από άποψης καλλιέργειας, παιδείας και πολιτισμού από τους μεγαλύτερους, ότι αντί να ξεχυθούν και να ταξιδέψουν σε μια Ευρώπη χωρίς σύνορα όπως οι Ευρωπαίοι ομήλικοί τους προτιμούν μια ακόμη εκδρομή της φοιτητικής παράταξης στη συνωστισμένη Πάρο ή Μύκονο, ότι στριμώχνονται στα τραπεζάκια των καφέ με τσιγαράκι, αθλητική εφημερίδα, ταβλάκι και φραπεδιά, ότι εξελίσσονται σε μια ακόμη γενιά νεοελλήνων-σκλάβων της λαμαρίνας που καβαλάει με τα αυτοκίνητά της τα πεζοδρόμια, ουδόλως φαίνεται να απασχολεί τον αδιακρίτως νεόφιλο ΣΥΡΙΖΑ.

Και γιατί να τον απασχολήσει; Εκλογική πελατεία ψάχνει, όχι να αλλάξει την Ελλάδα, πόσο δε τη νεολαία της. Μα, θα μου πείτε, η Αριστερά δεν έχει πολιτική της φιλοδοξία και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής μας, δεν θέλει να αλλάξει τα κακώς κείμενα, να καταπολεμήσει το πολιτιστικό μας έλλειμμα ως λαού; Να μας ανοίξει νέους ορίζοντες βρε αδερφέ; Δεν ήταν ανέκαθεν ο ζεστός, φιλόξενος πολιτικός χώρος για τους απανταχού 'κουλτουριάρηδες', τους 'ψαγμένους', τους βιβλιόφιλους και άλλους τέτοιους (για τη σύγχρονη Ελλάδα) ανώμαλους; Ήταν, πως δεν ήταν. Αλλά έχει κι ένα μαγαζί να κρατήσει και πρέπει να φροντίσει τις προμήθειες, να προσελκύσει πελάτες, να κάνει τους ισολογισμούς της τέλος πάντων. Οπότε τι τα ψάχνουμε; Πελάτες να ’ναι κι ό, τι να ’ναι. Ή τουλάχιστον αυτή η εντύπωση μου δίνεται εμένα. Την επόμενη λοιπόν φορά που θα δείτε τον κύριο Αλαβάνο σε τηλεπαράθυρο να μασάει τα λόγια του, διστάζοντας να επικρίνει την οιαδήποτε 'εξεγερμένη νεολαία' που σπάζοντας το πίσω τζάμι ενός παρκαρισμένου αυτοκινήτου νόμισε ότι έκανε την 'πολιτική' της παρέμβαση, μην απορήσετε. Μαγαζί έχει ο άνθρωπος, το πολιτικό ψωμί του βγάζει.

25 Φεβ 2009

Δελτία ειδήσεων ή δελτία σχολιασμού;



Δεν ξέρω αν βλέπετε ειδήσεις στην τηλεόραση και αν βλέπετε αν το ’χετε αντιληφθεί αλλά, στα ιδιωτικά κανάλια, το κακό με τον σχολιασμό έχει νομίζω παραγίνει τελευταία – κι όταν λέω «τελευταία» εννοώ τα τελευταία χρόνια. Με κάθε είδηση πέφτει τόσος σχολιασμός που σιγά-σιγά η καημένη η είδηση χάνεται από τα μάτια μας και τη θέση της παίρνουν οι απόψεις, οι φλυαρίες, οι πολυξερισμοί των «δημοσιογράφων» του κάθε δελτίου «ειδήσεων». Να πω εδώ ότι τους «δημοσιογράφους» αυτούς τους έχω εντός εισαγωγικών, διότι οι ατελείωτες αρλουμπολογίες, οι ακατάπαυστοι ξερολισμοί από τηλεοράσεως που συνοδεύονται, έτσι, για τα μάτια του κόσμου, από ένα γεμάτο κοινοτοπίες αρθράκι του κυρίου Πολυξέρη σε μια κυριακάτικη εφημερίδα, αρθράκι που πάει αγκαζέ με την τηλεοπτική λογοδιάρροια μόνο και μόνο για να δικαιολογήσει τον χαρακτηρισμό «δημοσιογράφος», δεν κάνουν κάποιον δημοσιογράφο – κατά την ταπεινή μου άποψη πάντα.

Δεν ξέρουμε, παρακολουθώντας, που σταματά η είδηση και που αρχίζει ο σχολιασμός, που τελειώνει η ενημέρωση κι αρχίζει το τηλεκαφενείο. Βεβαίως, θα μου πείτε ότι Έλληνες είμαστε, και παραμένουμε, όπως και να το κάνουμε, υπερβολικός λαός. Μας αρέσει να υπερβάλουμε, να κουτσομπολεύουμε ευκαιρίας δοθείσης, να μεγαλοποιούμε ενίοτε πράγματα και καταστάσεις. Αυτό το εθνικό μας χούι έχει κυριαρχήσει νομίζω και στα δελτία ειδήσεων, στα οποία μας πήραν φαίνεται πρέφα τι σόι κουτσομπόληδες είμαστε και θεώρησαν ότι αν υπάρχει άπλετος και «χορταστικός» σχολιασμός, οι ειδήσεις περιττεύουν. Μάλιστα, φαίνεται ότι οι «δημοσιογράφοι» που σχολιάζουν από τα παράθυρά τους ο καθένας, θεωρούν σαφώς πιο σημαντική την προσωπική τους άποψη από τις ειδήσεις που σχολιάζουν, πιστεύουν ότι μας ενδιαφέρει περισσότερο η γνώμη τους από το να ενημερωθούμε. Πώς και γιατί; Μυστήριο. Όπως και να ’χει το πράγμα, αν ως λαός έχουμε μια φυσική τάση προς τον σχολιασμό και το… χαλασμένο τηλέφωνο αυτοί βάλθηκαν να μας κάνουν χειρότερους. Και να καθιερώσουν τον μακρόσυρτο σχολιασμό, την κουβέντα για την κουβέντα, το σοβαροφανές πηγαδάκι, ως έγκυρη ενημέρωση. Για να κάνουν όσους παρακολουθούν από ομιχλώδη από τους καπνούς των τσιγάρων καφενεία ανά την επικράτεια να νιώσουν σαν στο… καφενείο τους, βλέποντας στα δελτία «ειδήσεων» κάποιους να κατασπαταλάνε τον χρόνο μας, φλυαρώντας ακαταπόνητα επί παντός επιστητού. Γιατί μην ξεχνάτε και το άλλο: όλα τα σφάζουν οι πάνσοφοι των παραθύρων, όλα τα μαχαιρώνουν. Έχουν, ως «δημοσιογράφοι» πάντα, άποψη για όλα. Και μάλιστα άποψη που μας σερβίρεται ως ενημέρωση. Σα να παρήγγειλες σε ένα ζαχαροπλαστείο παγωτό ένα πράμα, και να σου ’ρχεται κανταΐφι. Θα το φας; Θα το φας, γιατί το πλήρωσες και γιατί κανταΐφι είναι, έχει κι αυτό τη γλύκα του. Αλλά αυτούς ούτε τους πληρώσαμε, ούτε μας γλυκαίνουν. Οπότε θα πρότεινα να… αλλάξουμε ζαχαροπλαστείο. Ή να κόψουμε τα γλυκά.

24 Φεβ 2009

Ο Αστερίξ στην πολιτική

Ιδού ο… Αστερίξ της γαλλικής πολιτικής που φαίνεται να αιφνιδιάζει εξ αριστερών τους αντιπάλους του. Με παιδικό σχεδόν πρόσωπο, μικροκαμωμένος και... αφοπλιστικά αθώος στην εμφάνισή του, μόνο για επαναστάτης δε μοιάζει. Κι όμως, ο δημοφιλέστατος και ανερχόμενος σε δημοτικότητα στη Γαλλία – σε βαθμό που να απειλεί το μεγάλο κόμμα της γαλλικής Αριστεράς, τους Γάλλους Σοσιαλιστές – 34χρονος Ολιβιέ Μπεζανσενό αυτό ακριβώς θέλει να γίνει, αν δεν έχει ήδη γίνει. Πρώην τροτσκιστής, πλέον αυτοπροσδιορίζεται ως επαναστάτης γενικώς, αλλά όχι αορίστως. Ηγέτης του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος, που φιλοδοξεί να προσελκύσει όλους εκείνους τους νέους της γαλλικής μεσαίας τάξης που απορρίπτουν τα ιδανικά της μεσαίας τάξης, από τους ακραίους οικολόγους και τους πολέμιους της παγκοσμιοποίησης μέχρι τους φανατικούς υπέρμαχους των παράνομων μεταναστών, θέλει να βάλει τέλος στις ανισότητες και στην πορεία να γκρεμίσει τον καπιταλισμό. Τάσσεται φυσικά εναντίον του καπιταλισμού και του ρατσισμού μεταξύ πολλών άλλων και υπέρ του φεμινισμού και της οικολογίας. Mε αυτά τα υπέρ και τα κατά, όμως, δεν ξέρω αν μπορεί να φτάσει και πολύ μακριά ο συμπαθέστατος στην όψη και ταχυδρόμος στο επάγγελμα, Μπεζανσενό. Νομίζω ότι χρειάζεται κάτι περισσότερο από απλή διαπίστωση των ανισοτήτων, της εξαθλίωσης μεγάλου μέρους του πληθυσμού όπως με τους συλλέκτες τροφίμων, των κοινωνικών αδικιών. Χρειάζεται η δόμηση ενός εναλλακτικού, βιώσιμου και συγκροτημένου προτάγματος ενάντια στα κυρίαρχα δόγματα της ελεύθερης, ανεξέλεγκτης αγοράς, του καταναλωτισμού και του βολεψακισμού. Κι αυτό για να μπορέσει ο Ολιβιέ να βγει από τον παραδοσιακό πλέον ρόλο του ιεροκήρυκα – του ανθρώπου δηλαδή που μας υπενθυμίζει τα σωστά και τα δίκαια, εν γνώσει μας όμως ότι δεν δύναται να κάνει κάτι περισσότερο απ’ αυτό –, στον οποίο έχουν νομίζω εγκλωβιστεί πολλοί σύγχρονοι πολιτικοί της Αριστεράς. Πώς θα μπορούσε να τα καταφέρει να αποτινάξει από πάνω του την ταμπέλα αυτού που «καλά τα λέει» αλλά που δεν μπορεί και να τα κάνει εξίσου καλά; Ίσως θα μπορούσε να κοιτάξει δυτικά, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού και στον Ομπάμα. Και να φιλοδοξήσει να καταφέρει, όπως ο Ομπάμα, να κινητοποιήσει χιλιάδες εθελοντές που, ανυστερόβουλα, θα τον υποστηρίξουν και θα προθυμοποιηθούν να διαδώσουν τις ιδέες του. Θα μπορούσε δηλαδή να αποδειχτεί ο πρώτος Ευρωπαίος Ομπάμα, ο πρώτος Ευρωπαίος πολιτικός που παρά το κομματοκρατικό πολιτικό σύστημα που έχει επικρατήσει στην Ευρώπη σε αντίθεση με το προεδροκεντρικό των ΗΠΑ, θα μπορούσε να κάνει τους πολίτες να πιστέψουν όχι μόνο στον πολιτικό σχηματισμό του οποίου ηγείται, αλλά κυρίως στον ίδιο. Και να ανοίξει ένα νέο, μεγάλο κεφάλαιο στην ευρωπαϊκή πολιτική. Ο καιρός δε θα μπορούσε να ’ναι πιο κατάλληλος, η συγκυρία που περνάμε δε θα μπορούσε να ’ναι πιο ευνοϊκή για ένα τέτοιο άνοιγμα.

23 Φεβ 2009

Βασίλης Λογοθετίδης, ο αξέχαστος



Χθες συμπληρώθηκαν ακριβώς 49 χρόνια από την ημέρα του θανάτου του Βασίλη Λογοθετίδη, του μεγαλύτερου κωμικού που κατά την ταπεινότατη άποψή μου γνώρισε ποτέ η Ελλάδα. Του χρόνου τέτοια μέρα θα συμπληρώνονται ολοστρόγγυλα 50 χρόνια από το θάνατό του αλλά βλέπετε δεν… κρατιόμουν και θέλησα να ανεβάσω για χάρη του αυτό το μικρό ποστ. Στο βιντεάκι που βλέπετε, από την ταινία «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» (1948) και που αξίζει να παρακολουθήσετε ολόκληρο, υποδύεται έναν άνθρωπο της διπλανής μας πόρτας που αναρωτιέται, επιστρέφοντας στην αυλή της γειτονιάς αναστατωμένος από ταραχές και συγκρούσεις που είδε στο δρόμο, γιατί «σφαζόμαστε μεταξύ μας». Οι αυλικοί του φίλοι, ρίχνoντας το φταίξιμο ο ένας εδώ κι ο άλλος εκεί, μιλάνε άλλος για «φασίστες» και άλλος για «αναρχικούς», κάνοντας τον θεατή του σήμερα να σκεφτεί, κάπως μελαγχολικά ειν' η αλήθεια, ότι, πραγματικά, σα να μην πέρασε μια μέρα από τότε, από τα πρώτα χρόνια μετά την Κατοχή, από την εποχή του Εμφυλίου, μέχρι τους σημερινούς «μπαχαλάκηδες» και τα «φασιστοειδή». Απολαύστε τον Βασίλη Λογοθετίδη, τον ηθοποιό που παίζει σα να μην παίζει, που μοιάζει σα να τον έπιασε και να τον τραβά η κάμερα εν αγνοία του...

Να πω και ότι χρωστάω αιώνια ευγνωμοσύνη στον πατέρα μου, που δε ζει πια, για το ότι με «μύησε» – ο ίδιος είχε προλάβει να απολαύσει τον μεγάλο κωμικό και στο θέατρο – στην υψηλή τέχνη του Λογοθετίδη. Aυτό το μικρό, Λογοθετίδειο ποστάκι δε θα μπορούσε παρά να του 'ναι αφιερωμένο.

Αλέκα Παπαρήγα: ρεκόρ μακροβιότητας ή αυταρχισμού;

Έσπασε όλα τα ρεκόρ μακροβιότητας η Αλέκα Παπαρήγα στο κόμμα με τους μακροβιότερους ηγέτες, καταρρίπτοντας ακόμη και το προηγούμενο ρεκόρ μακροβιότητας στην ηγεσία του ΚΚΕ, που ήταν του προκατόχου της Χαρίλαου Φλωράκη με δεκαεφτά χρόνια. Και αναδείχτηκε στη μακροβιότερη πολιτική αρχηγό όλων των εποχών σε κοινοβουλευτικό κόμμα, με την επανεκλογή της στην ηγεσία του ΚΚΕ – στην οποία βρίσκεται από το 1991 – στο 18ο Συνέδριό του που έληξε χθες. Δεν ξέρω εσάς, αλλά εμένα όλα αυτά τα ρεκόρ μακροβιότητας κάπως μου μυρίζουν: μου μυρίζουν έλλειμμα εσωτερικής δημοκρατίας, μου μυρίζουν κομματικούς μηχανισμούς άκαμπτους και σκουριασμένους, μου μυρίζουν γενικώς. Νομίζω ότι η εσωτερική οργάνωση ενός κόμματος θα ’πρεπε να αποτελεί μικρογραφία της δημοκρατικής οργάνωσης της ευρύτερης πολιτικής κοινωνίας στην οποία αυτό δραστηριοποιείται. Και θα έπρεπε, επιπλέον, να αποτελεί όχι μόνο αυτού του είδους τη μικρογραφία, αλλά και πρότυπο δημοκρατικότητας, παράδειγμα προς μίμηση τόσο από τα άλλα κόμματα όσο και από την ευρύτερη πολιτική κοινωνία εν τω συνόλω της. Γιατί; Διότι μια υποτίθεται σύγχρονη αντιπροσωπευτική δημοκρατία που αποτελείται από κόμματα με αυταρχική εσωτερική οργάνωση και αδύναμους δημοκρατικά εσωτερικούς θεσμούς και μηχανισμούς αποτελεί μεγάλη αντίφαση. Και προκαλεί προβληματισμούς. Και ερωτηματικά. Μήπως θα έπρεπε τα στελέχη και τα απλά μέλη του ΚΚΕ να προβληματιστούν και οι ίδιοι πάνω σ’ αυτό; Και να αναρωτηθούν αν θέλουν ένα κόμμα ζωντανό, δημοκρατικό, πολυφωνικό ή αντίθετα, έναν αποστεγνωμένο από φωνές διαφωνίας, αυταρχικά δομημένο και ηγετοκρατούμενο πολιτικό σχηματισμό; Το ΚΚΕ επιπλέον φιλοδοξεί να δομήσει και να αρθρώσει έναν άλλο λόγο: λόγο διαμαρτυρίας, λόγω διαφωνίας, λόγο «εναλλακτικό», σε πολλά απ’ όσα τα υπόλοιπα κόμματα συμβαδίζουν. Μήπως θα το βοηθούσε, στη διαμόρφωση αυτού του άλλου πολιτικού λόγου, η διαμόρφωση μιας πιο δημοκρατικής, πολυφωνικής και εν τέλει ζωντανής και υγιούς εσωτερικής συγκρότησης;

21 Φεβ 2009

Μήπως να βλέπαμε και λίγο παραέξω τι γίνεται;

Το προπερασμένο καλοκαίρι αντί της Ελλάδας προτιμήσαμε με τη γυναίκα μου για τις διακοπές μας τη νότια Ευρώπη. Ήταν έναν ταξίδι που το κάναμε οδικώς, ξεκινώντας από τη Θεσσαλονίκη και φτάνοντας μέχρι τη Βαρκελώνη. Μείναμε μια εβδομάδα στην Ιταλία, μια στην Καταλονία και μια ακόμη στη Γαλλία – σας έχω λινκάρει τα σχετικά ποστ από τότε, για όσους ενδιαφέρονται. Αυτό που μου έκανε τότε μεγάλη εντύπωση και οδήγησε σε αυτή την ανάρτηση, ήταν ότι και στα τρία (αγροτουριστικά) καταλύματα που είχαμε μείνει – και τα οποία δεν είχαν μόλις ανοίξει, λειτουργούσαν για χρόνια – οι ιδιοκτήτες μας είχαν πει ότι ήμασταν οι πρώτοι Έλληνες που έβλεπαν (ως πελάτες, εννοείται). Γινόμασταν λοιπόν κάθε φορά η ατραξιόν τόσο για τους ιδιοκτήτες όσο και για τους λοιπούς Ευρωπαίους πελάτες, που έψαχναν να βρουν ποιοι και τι σόι πράμα ήταν τέλος πάντων αυτοί οι Έλληνες που έφτασαν – ταξιδεύοντας μόνοι τους (άλλο «περίεργο» αυτό όπως θα δείτε στη συνέχεια) – μέχρι εκεί. Δεν τους αδικώ: καθ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού μας ούτε εμείς οι ίδιοι συναντήσαμε πουθενά άλλους Έλληνες. Ούτε καν στα συνήθως πολυσύχναστα τουριστικά αξιοθέατα των χωρών αυτών (με την εξαίρεση του Μονακό, όπου είδαμε νομίζω ένα νέο ζευγάρι Ελλήνων). Αναρωτήθηκα λοιπόν, σε σχέση και με την αμέσως προηγούμενη ανάρτησή μου, γιατί οι Έλληνες δεν ταξιδεύουμε συχνότερα στην Ευρώπη. Και μάλιστα σε μια Ευρώπη στην οποία ποτέ στο παρελθόν δεν ήταν τόσο εύκολο να διαβεί κανείς τα «σύνορα» απ’ τη μια χώρα στην άλλη: από τη Θεσσαλονίκη μέχρι και τη Βαρκελώνη δεν χρειάστηκε ούτε μια φορά να δείξουμε σε κανέναν ταυτότητες ή διαβατήρια. Μεταξύ των χωρών δεν υπήρχαν πια συνοριακά φυλάκια, απλώς συνηθισμένα διόδια και ταμπέλες που ενημέρωναν τους οδηγούς σε ποια χώρα έμπαιναν και από ποια έβγαιναν. Βέβαια, θα μου πείτε ότι αν όχι το καλοκαίρι, τους χειμωνιάτικους μήνες ταξιδεύουμε οι Έλληνες στην Ευρώπη. Αλλά ΠΩΣ ταξιδεύουμε; Με γκρουπ, οργανωμένα δηλαδή και όχι ανεξάρτητα, όπως πάρα πολλοί άλλοι Ευρωπαίοι. Γιατί άραγε; Έχοντας ταξιδέψει και με γκρουπ και εντελώς ανεξάρτητα όπως στο ταξίδι αυτό, σας διαβεβαιώνω ότι δεν συγκρίνονται οι δυο αυτοί τρόποι να επισκεφθεί κανείς «ξένα» μέρη. Με το γκρουπ αποτελεί απλώς κομμάτι ενός κοπαδιού που διαρκώς κουτσομπολεύει, αστειεύεται, σχολιάζει υπεροπτικά τα «περίεργα» και γενικά κάνει ό, τι μπορεί για να μην αφήσει να επηρεαστεί από τίποτα απ’ όσα βλέπει, πολιτιστικά. Φεύγει δηλαδή κανείς απ’ την Ελλάδα και επιστρέφει με το κοπάδι του σ’ αυτήν ίδιος κι απαράλλαχτος. Ενώ όταν ταξιδεύει ανεξάρτητα – εφόσον βέβαια έχει ανοιχτά τα μάτια του και δεν ξεκινά με την πεποίθηση «τι να μας πουν οι κουτόφραγκοι» – αποκλείεται να μείνει αναλλοίωτος από την εμπειρία αυτή: μια εμπειρία που νομίζω όχι μόνο μας λείπει αλλά και τη χρειαζόμαστε, μπας και αλλάξουν κάποια απ’ αυτά που μας προβλημάτισαν στην προηγούμενη ανάρτηση. Και αν ακόμα το σκέφτεστε, σας πληροφορώ μετά λόγου γνώσεως ότι ακόμα και στην κοσμοπολίτικη Τοσκάνη ή στη Γαλλική Ριβιέρα πολλά ήταν φτηνότερα απ’ ό, τι στην πανάκριβη Ελλάδα και ότι το ταξίδι εν τω συνόλω του μας ήρθε πολύ φτηνότερα απ’ ό, τι αντίστοιχης διάρκειας διακοπές στην Ελλάδα. Αν λοιπόν μιλάτε αξιοπρεπή αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά ή όποια άλλη Ευρωπαϊκή γλώσσα – έστω, ελληνικά με ξενική προφορά :-P – σας συνιστώ να προγραμματίσετε για τις επόμενες καλοκαιρινές, πασχαλινές ή χριστουγεννιάτικες διακοπές σας μια περιήγηση όσο πιο ανεξάρτητη γίνεται στη γειτονική Ιταλία ή όπου αλλού σας κάνει κέφι. Δεν θα το μετανιώσετε και θα γυρίσετε καλύτεροι. ;-)

19 Φεβ 2009

Πώς φτάσαμε ως εδώ;

Πώς φτάσαμε ως εδώ;

Φτάσαμε ως εδώ «χαϊδεύοντας» νομίζω επί δεκαετίες τη 17Ν, της οποίας τη «μαγκιά» και το «επαναστατικό» μουτράκι πολλοί εζήλεψαν και θαύμασαν, ακόμη κι αν δεν το παραδέχονταν μπροστά στα παιδιά τους αλλά μόνο «κρυφά» στην ταβέρνα, μ’ ένα ποτηράκι κρασάκι, λίγο παραπάνω κέφι και μερικούς φίλους-επαναστάτες-της-ταβέρνας για παρέα.

Φτάσαμε ως εδώ σπάζοντας ανελέητα πλάκα με τον εαυτό μας, κλείνοντας τα μάτια μπροστά στις χρονίζουσες μεταπολιτευτικές αγκυλώσεις και τους αναχρονισμούς, επαναλαμβάνοντας το όχι απλώς κρύο αλλά παγωμένο πλέον ανέκδοτο του «συμβολισμού» του ασύλου, του «συμβολισμού» της ασύδοτης βίας, του «συμβολισμού» της αλογοουράς-παρέα με-φαλάκρα, του «συμβολισμού» του ενός και του άλλου. Μέχρι που όλοι αυτοί οι άδειοι συμβολισμοί άρχισαν να έχουν όχι συμβολικές αλλά πραγματικότατες επιπτώσεις: πανεπιστήμια λεηλατημένα, αυτοκίνητα σπασμένα, αποκαΐδια, καθημερινοί τσαμπουκάδες, τραμπουκισμοί.

Φτάσαμε ως εδώ ζώντας διαρκώς περισσότερο μέσα στην κατασκευασμένη και επίπλαστη ευκολία, υποδυόμενοι όλο και περισσότερο τους «αριστερούς» με το δεξιό, συντηρητικό και καταναλωτικό life-style μέχρι που μπήκαμε στο πετσί του ρόλου και ο ρόλος έγινε πραγματικότητα: μια πραγματικότητα που μας κατάπιε και καθημερινά μας καταπίνει βαθύτερα.

Φτάσαμε ως εδώ γιατί όσο πιο στραβά μας πήγαιναν τα πράγματα τόσο περισσότερο στραβοκοιτάζαμε για να μην πάρουμε χαμπάρι, να μη μας χαλάσει η εκδρομή το σαββατοκύριακο, να μη μας χαλάσει η χαρά που πήραμε απ’ το καινούργιο κινητό, να μη μας χαλάσει η διάθεση βρε παιδί μου. Και όσο περισσότερο βλέπαμε ότι δε μας βγαίνει, ότι το στράβωμα είχε αρχίσει να γίνεται αδιόρθωτο, τόσο το ρίχναμε στην τηλεόραση, μπας και ξεχαστούμε.

Φτάσαμε ως εδώ γιατί καθόμαστε και περιμένουμε από τους νέους, από τη «νεολαία» να βγάλει το φίδι απ’ την τρύπα. Και πέφτουμε απ’ τα σύννεφα όταν οι εικοσάρηδες αποδεικνύονται εξίσου αν όχι περισσότερο γερασμένοι, συντηρητικοί και στερούμενοι φαντασίας από εμάς τους «μεγαλύτερους». Γιατί δεν αρκούν μόνο τα νιάτα: χρειάζονται και παιδεία, πολιτισμός, καλλιέργεια, ταξίδια, ανοιχτά μάτια. Νιάτα ακαλλιέργητα, νιάτα ημιμαθή, νιάτα που αντί να ταξιδέψουν σε μια Ευρώπη χωρίς σύνορα προτιμούν μια ακόμα εκδρομή της φοιτητικής παράταξης στη Μύκονο, σημαίνει νιάτα ανίκανα να φέρουν την παραμικρή αλλαγή. Τα νιάτα που γεμίζουν καθημερινά τα καφέ και τα καφέ-μπαρ-club καπνίζοντας και πίνοντας φραπέδες σκυμμένα πάνω από τάβλια δε μπορούν να σώσουν όχι την Ελλάδα, αλλά ούτε καν τους εαυτούς τους.


YΓ: το συγκεκριμένο ποστ θα μείνει ψηλά μέχρι τουλάχιστον την ερχόμενη εβδομάδα γιατί το θεωρώ σημαντικό, μέσα από το διάλογο να δούμε τι έγινε στραβά, τι γίνεται ή δεν γίνεται σήμερα και τι μπορεί να γίνει για να ξεστραβώσουμε και να ξεστραβωθούμε. Θα με ενδιέφεραν πολύ οι απόψεις και οι προβληματισμοί σας ασχέτως αν συμφωνείτε ή διαφωνείτε με όσα λέγονται στο ποστ, με συμπαθείτε ή με αντιπαθείτε. Εκ της... διευθύνσεως (του μπλογκ :-P).

18 Φεβ 2009

Philadelphia

Στην ταινία αυτή ο Tom Hanks υποδύεται έναν πάσχοντα από AIDS δικηγόρο που απολύεται άδικα, λόγω της ασθένειάς του, από την εταιρεία στην οποία εργαζόταν και με τη βοήθεια του επίσης δικηγόρου και αρχικά επιφυλακτικού απέναντί του Denzel Washington δικαιώνεται, αν και στο τέλος της ταινίας πεθαίνει από την ασθένεια. Αυτά, όμως, συνέβαιναν στη μακρινή Αμερική πριν πολλά χρόνια και μάλιστα στον κινηματογράφο. Στην πραγματικότητα, στην Ελλάδα ακόμα και αν απλώς είναι κανείς φορέας του ιού του AIDS και όχι ασθενής, μπορεί να απολυθεί. Και η εταιρεία που τον απέλυσε μπορεί να ισχυρίζεται ότι εξαναγκάστηκε να λάβει αυτή την απόφαση έπειτα από τις συνεχείς αντιδράσεις και διαμαρτυρίες των συναδέλφων του, οι οποίοι δεν ήθελαν να βρίσκονται και να εργάζονται στον ίδιο χώρο με αυτόν. Και να δηλώνει ότι «οι συνάδελφοί του αντέδρασαν όταν έμαθαν ότι θα έπρεπε να βρίσκονται σε διπλανό γραφείο με έναν φορέα του ΑΙDS. Αντέδρασαν για να διαφυλάξουν την υγεία τους και έπρεπε να διαφυλαχτεί από την πλευρά μας η απρόσκοπτη λειτουργία της εταιρείας». Ένα συμπέρασμα βγάζω απ’ όλα αυτά, ΑΝ αληθεύουν οι ισχυρισμοί αυτοί: ότι σε αυτή την εταιρεία, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, πρέπει να περνάνε πολύ καλά οι εργαζόμενοι. Επιδιδόμενοι σε αχαλίνωτο και χωρίς προφυλάξεις σεξ κάθε τύπου μεταξύ τους, κάθε μέρα, φοβήθηκαν - πάντα σύμφωνα με την εταιρεία - οι άνθρωποι μήπως εν μέσω των οργίων τους μολύνονταν από τον ιό του AIDS από τον συνάδελφο-φορέα. Διότι ΜΟΝΟ ΕΤΣΙ θα μπορούσαν να κινδυνεύσουν. Ή αν έφεραν, οι εργαζόμενοι εν τω συνόλω τους, χαίνουσες πληγές και ο συνάδελφος-φορέας επέμενε να αυτοτραυματίζεται και να κολλάει τις πληγές του επάνω στις ανοιχτές δικές τους. Δεν ξέρω εσείς, αλλά υποψιάζομαι ότι τίποτα από αυτά τα δυο δεν συμβαίνει. Και ότι το μόνο που συμβαίνει μπορεί να συνοψιστεί σε μια-δυο λέξεις: παραπληροφόρηση και προκατάληψη. Τα δυο αυτά αν συνδυαστούν μπορεί να αποβούν μοιραία, όχι για κανέναν άλλον, αλλά για τον οιονδήποτε φορέα του ιού του AIDS για τον οποίο, όταν έχει απέναντί του ανθρώπους παραπληροφορημένους και προκατειλημμένους, γίνονται πολύ δύσκολα τα πράγματα. Μπορεί να χάσει τη δουλειά του, να προσφύγει στη δικαιοσύνη και να μη βρίσκει ούτε στα δικαστήρια το δίκιο του. Μήπως να πήγαιναν όλοι μαζί, εργοδοσία της εταιρείας, εργαζόμενοι (AN αληθεύουν όσα ισχυρίζεται γι’ αυτούς η εταιρεία), πρωτοδίκες, εφέτες, αρεοπαγίτες, να δουν την ταινία της ανάρτησης;

17 Φεβ 2009

H αυξανόμενη εγκληματικότητα των... καναλιών

Δεν ξέρω αν έχετε παρακολουθήσει από τις τηλεοράσεις όλα αυτά τα ρεπορτάζ που μιλάνε για την αύξηση της εγκληματικότητας προβάλλοντας εικόνες από σπασμένα αυτοκίνητα, ανοιγμένα σπίτια, κρεμάμενα συρτάρια, γριούλες να μας κοιτούν με μάτια διάπλατα, έναν μπάρμπα – νομίζω τον ίδιο εδώ και χρόνια – με μια καραμπίνα και κάγκελα στα παράθυρα της μονοκατοικίας του που τον έχουν ληστέψει αμέτρητες φορές και έχει μετατραπεί σε Τζον Γουέιν και άλλα τέτοια. Καταρχάς και για να ξεκαθαρίσουμε το θολωμένο τοπίο, η αύξηση της εγκληματικότητας δεν νομίζω ότι αποτελεί είδηση. Είδηση θα αποτελούσε η μείωσή της. Γιατί λοιπόν τόσος χαμός; Γιατί τόσος ντόρος; Μήπως επειδή γινόμαστε όλο και λιγότερο... ιδανικοί ως θύματα κλοπής; Νομίζω ότι όσο περισσότερο εξαπλώνεται η φτώχεια, όσο περισσότερο η εξαθλίωση μας χτυπά επίμονα την πόρτα, τόσο περισσότερο τα κανάλια θα επιχειρούν να περάσουν στους τηλεθεατές το μήνυμα: εσείς καλά είστε ακόμα, μη στεναχωριέστε, δε βλέπετε τι γίνεται με τις κλοπές και μάλιστα με θύματα φτωχές γριούλες; Αλλά και να τους μεταδώσουν μια αίσθηση θαλπωρής, νοικοκυροσύνης, καθωσπρεπισμού, επίπλαστης αξιοπρέπειας. Όταν ο έρμος και εξαθλιωμένος τηλεθεατής βλέπει, με συνοδεία τρομακτικής μουσικής για να εμπεδωθεί το μήνυμα και να μεγαλώσει ο φόβος του, όλα αυτά τα πλάνα των κλοπών, τα αδειανά ρημαγμένα σπίτια, τα πεταμένα παντού ρούχα, τα λερωμένα από τη σήμανση κουφώματα, αυτομάτως νιώθει μια ζεστασιά να τον γεμίζει: νιώθει πιο αστός, πιο σπουδαίος. Το πορτοφόλι του σα να πάχυνε ξαφνικά, το δυαράκι του σα να μεγάλωσε και να χρειάζεται έξτρα μέτρα ασφαλείας για να φυλαχτεί από τους επιτήδειους που φθονούν την καλοπέρασή του, οι φθαρμένες του πιτζάμες σα να αποκτούν μια άλλη… αίγλη: την αίγλη που αποκτά κι ο ίδιος, του πτωχού – ή μήπως όχι και τόσο πτωχού τελικά σε σχέση με τις γριούλες-θύματα; – πλην τίμιου και αξιοπρεπούς νοικοκύρη, που κινδυνεύει από κάποιους άλλους – μετανάστες, τοξικομανείς, αδιευκρίνιστους άλλους, όχι νοικοκυραίους σαν τον ίδιο – που κλέβουν, ληστεύουν, ανοίγουν διαμερίσματα. Βάζω στοίχημα ότι όσο θα χειροτερεύουν οι συνθήκες ζωής μας, όσο λιγότερα χρήματα θα μας μένουν στο τέλος του μήνα, τόσα περισσότερα ρεπορτάζ για την αύξηση της εγκληματικότητας μας περιμένουν. Όχι γιατί η εγκληματικότητα αυξάνεται, κάτι που ΔΕΝ αποτελεί είδηση, αλλά γιατί αυξάνεται η δική μας η φτώχεια.

Tα κοράκια

Σα να μην της έφταναν της Κωνσταντίνας Κούνεβα όσα τράβηξε και τραβάει με την υγεία της επειδή αρνήθηκε να καταπιεί τις μεσαιωνικές συνθήκες εργασίας της ίδιας και χιλιάδων άλλων εργαζομένων στα συνεργεία καθαριότητας και της επιβλήθηκε ως ποινή να καταπιεί μαζί μ’ αυτές και βιτριόλι, άρχισαν σιγά-σιγά, δειλά-δειλά, να μαζεύονται και τα κοράκια έξω απ’ το δωμάτιο νοσηλείας της. Και τι κοράκια: οι πρωταίτιοι των δεινών της, οι ίδιοι αυτοί που με τις πολιτικές τους και την ατολμία τους απέναντι στους εργοδότες-μεγαλοκαρχαρίες και τα μεγάλα, χρονίζοντα προβλήματα της αγοράς εργασίας άφησαν την εργασιακή εκμετάλλευση να φτάσει στο ζενίθ, άφησαν το Μεσαίωνα να επικρατήσει στη σύγχρονη εργασιακή πραγματικότητα. Αφού άφησαν να περάσει λίγος καιρός για να γλυτώσουν την κατακραυγή, για να μη βγάζει μάτι η πρόθεσή τους να εκμεταλλευτούν το δράμα μιας γυναίκας που οι ίδιοι επέτρεψαν και έστω ακουσίως άφησαν να συμβεί, άρχισαν να γυροφέρνουν την άτυχη γυναίκα που μέσα στην ατυχία της, της έλαχε να έρθει μετανάστρια και σε μια χώρα τα πολιτικά κόμματα της οποίας δε σταματούν μπροστά σε τίποτα. Αντί να κοιτάξουν βαθύτερα τις αγκυλώσεις, τις αρτηριοσκληρώσεις, τα στεγανά που παρέμειναν άθικτα όλα αυτά τα χρόνια στην εργασιακά ανεξέλικτη Ελλάδα και είχαν ως τραγική απόληξη τη μαφιόζικη επίθεση εναντίον αυτής της γυναίκας, που βρίσκεται πλέον παραμορφωμένη γιατί τόλμησε να υψώσει το ανάστημά της έναντι στην εργασιακή αθλιότητα, αντί να δείξουν αυτοκριτική διάθεση με πράξεις και όχι με λόγια, με έργα και όχι με μεταξύ τους αντιπαραθέσεις, έσπευσαν να καπηλευτούν τον πόνο, να εκμεταλλευτούν κομματικά την τραγωδία. Δυστυχώς φαίνεται ότι απ’ τη στιγμή που τα σημερινά μας κόμματα άρχισαν να παίρνουν έναν ιδιόμορφο, εντυπωσιοθηρικό κατήφορο, αυτός δεν έχει τελειωμό. Και ότι όσο περισσότερο απαξιώνονται στα μάτια των «ψηφοφόρων» τους, τόσο τυφλώνονται και τα ίδια, τόσο αγνοούν το τι θέαμα παρουσιάζουν.

Απαγορεύονται τα φιλιά... γενικώς;



Tέρμα τα φιλιά στον σιδηροδρομικό σταθμό του Γουάρινγκτον, στη Βρετανία σύμφωνα με το σημερινό ρεπορτάζ στο in.gr. Κατά το ρεπορτάζ, που αδιάψευστο τεκμήριο παρουσιάζει την παραπάνω απαγορευτική πινακίδα, από τη Δευτέρα απαγορεύονται στους ταξιδιώτες-ζευγάρια του συγκεκριμένου σταθμού οι παθιασμένοι αποχαιρετισμοί με φιλιά και αγκαλιές - το μοναδικό ωραίο πράγμα που μπορεί δηλαδή να δει κανείς σε μια αποβάθρα σιδηροδρομικού σταθμού -, για να μην καθυστερούν τα τρένα στις αναχωρήσεις τους. Η είδηση αυτή από μόνη της φαίνεται περίεργη, με την πρωτοφανή απαγόρευση που υποχρεώνει τους ταξιδιώτες σε... ψυχρούς αποχαιρετισμούς. Όμως ακόμη πιο περίεργη από την περίεργη αυτή είδηση μου φάνηκε η πινακίδα της απαγόρευσης. Σε αυτή βλέπουμε στα αριστερά έναν άνδρα που φοράει ένα καπέλο να φιλιέται με... κάποιον ο οποίος εμένα προσωπικά μου φαίνεται επίσης άνδρας, πιθανότατα μαύρος ή οποιοσδήποτε νεαρός με μοντέρνα κόμμωση - πάντως δε φαίνεται και τόσο για γυναίκα. Μήπως κάτι άλλο... τρέχει στον σταθμό; :-)

16 Φεβ 2009

Se questo è un uomo

Ή στα ελληνικά: εάν αυτό είναι ο άνθρωπος. Πρόκειται για το περίφημο έργο του Ιταλοεβραίου Πρίμο Λέβι (1919-1987), που αν ζούσε σήμερα θα γιόρταζε τα ενενηκοστά του γενέθλια. Το έργο του αυτό, στο οποίο ο Λέβι εξιστορεί τη μεταφορά και εγκλεισμό του στο Άουσβιτς το 1944-45, πρωτόπεσε στα χέρια μου πριν δεκατρία χρόνια, το χειμώνα του 1996-97, σε ένα μεταπτυχιακό σεμινάριο στην Αγγλία. Μας είχε ζητηθεί, από τους μεταπτυχιακούς φοιτητές, να δανειστούμε από τη βιβλιοθήκη ή να αγοράσουμε από το βιβλιοπωλείο του πανεπιστημίου και να διαβάσουμε το If this is a man όπως ήταν η αγγλική έκδοση. Δεν θυμάμαι πώς ήρθε και δεν το δανείστηκα, αλλά το αγόρασα από το πανεπιστημιακό βιβλιοπωλείο. Και μάλιστα σε μια διπλή έκδοση από τον εκδοτικό οίκο Abacus, που περιελάμβανε και την εξιστόρηση του μεγάλου και δύσκολου – σχεδόν ένα χρόνο κράτησε – ταξιδιού του της επιστροφής, μετά την απελευθέρωση των κρατουμένων του Άουσβιτς από τους Ρώσους, στην Ιταλία, στο πατρικό του σπίτι, όπου έφτασε αγνώριστος από τις στερήσεις και τις κακουχίες. Πήρα λοιπόν στα χέρια μου το βιβλίο με τα δυο μέρη, το If this is a man και το The TruceΗ Ανακωχή, έτσι τιτλοφορούνταν το δεύτερο μέρος με το ταξίδι της επιστροφής – και το άνοιξα.

Παρότι πριν το ανοίξω είχα στόχο να φτάσω μόνο μέχρι το τέλος του πρώτου μέρους, η διήγηση του Λέβι δεν με άφησε: δεν σε άφηνε να την αφήσεις. Ξενύχτησα και δεν το άφησα παρά μόνο όταν είχα φτάσει στην τελευταία σελίδα της Ανακωχής. Δίχως μελοδραματισμούς και συγκινησιακές κορώνες, με ένα νηφάλιο, σχεδόν ουδέτερο, θα έλεγα ακόμη και βαριεστημένο μερικές φορές ύφος, ο Λέβι διηγούνταν παραστατικά και με λεπτομέρειες που με έκαναν να βλέπω όσα έβλεπε μέσα απ’ τα μάτια του, όλη την περιπέτεια της σύλληψής του, της μεταφοράς και της εντεκάμηνης κράτησής του στο Άουσβιτς. Όσα ζούσε τα περιέγραφε ως μια ανθρωποκτόνο ρουτίνα, από την οποία έπρεπε να βρει τρόπους να επιβιώσει. Μικρές ατυχίες, συμπτώσεις και τυχαία μικροσυμβάντα μπορούσαν να σημάνουν το πέρασμα από την εξαθλιωμένη ζωή του κρατουμένου σε έναν αναξιοπρεπή θάνατο. Μια και μίλησα για τη σύλληψή του, ανοίγω μια βιογραφική παρένθεση για να πω ότι ο νεαρός Λέβι πριν πέσει στα χέρια των Ναζί ήταν παρτιζάνος, αλλά άπειρος καθώς ήταν γρήγορα συνελήφθη από παραστρατιωτικούς του ιταλικού φασιστικού καθεστώτος της εποχής. Είχε γεννηθεί και μεγαλώσει στο Τορίνο της Ιταλίας. Ήταν έξυπνο παιδί, που ξεχώριζε στο σχολείο. Ήταν όμως και τυχερός, να έχει καθηγητές όπως ο Ιταλός διανοητής Νορμπέρτο Μπόμπιο και ο μεγάλος Ιταλός συγγραφέας Τσέζαρε Παβέζε. Αποφάσισε, μαθητής, ότι ήθελε να γίνει χημικός και πέρασε στο πανεπιστήμιο για να σπουδάσει Χημεία, όπου και αρίστευσε. Σύντομα όμως μετά την αποφοίτησή του, η βόρειος Ιταλία πέρασε υπό Ναζιστική κατοχή και η ιταλοεβραϊκή οικογένειά του βρέθηκε υπό διωγμό, με τον ίδιο να περνά στην αντίσταση, που την ακολούθησε η σύλληψή του.

Όσα επακολούθησαν, τα διηγείται στο βιβλίο. Σε αυτό, η πένα του Λέβι μετατρέπεται σε σκαλιστήρι: ένα σκαλιστήρι που σκαλίζει, αργά και μεθοδικά, την ψυχή αυτού που κρατά το βιβλίο στα χέρια του και σπάζοντας τα περιβάλλοντα πετρώματά της του αποκαλύπτει βαθιά ανθρώπινα υποστρώματά του που δεν γνώριζε. Νομίζω ότι κλείνοντας το Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος και την Ανακωχή, κανείς δεν έχει μείνει ο ίδιος. Η πένα-σκαλιστήρι του Λέβι έχει κάνει τη δουλειά της, υπομονετικά, σχολαστικά, με το ουδέτερο όπως είπα ύφος του, το ήρεμο αφηγηματικό του τέμπο. Μετά τον πόλεμο εργάστηκε ως χημικός στη βιομηχανία αλλά συνέχισε και να συγγράφει, όπως και να διηγείται όσα πέρασε σε διάφορες εκδηλώσεις και περιστάσεις. Ο θάνατος τον βρήκε σε ηλικία 68 ετών, όταν έπεσε από τον τρίτο όροφο του σπιτιού του στο Τορίνο. Κάποιοι μίλησαν για αυτοκτονία, κάποιοι άλλοι διαφώνησαν. Όπως και να ’χει, ο λεπτός αυτός άνθρωπος, η ευγενής αυτή φυσιογνωμία του περασμένου αιώνα δεν βρίσκεται πια ανάμεσά μας. Αν ζούσε, φέτος θα γινόταν ενενήντα ετών. Και ένα πολύ ωραίο δώρο γενεθλίων θα ήταν αν αγοράζατε το Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος και την Ανακωχή – κυκλοφορούν και τα δυο στα ελληνικά. Νομίζω θα του άρεσε.

15 Φεβ 2009

Η εποχή της κλειδαρότρυπας

Αφορμή αυτής της ανάρτησης στάθηκε ένα σημερινό άρθρο στο ΒΗΜΑ για τον μεγαλύτερο Γερμανό διανοητή του περασμένου αιώνα – και για πολλούς μεγαλύτερο διανοητή γενικότερα του 20ου αιώνα –, τον Μάρτιν Χάιντεγκερ. Το άρθρο τιτλοφορείται «Χάιντεγκερ: Ο μέγιστος των στοχαστών, ο ελάχιστος των ανθρώπων» και παραπέμπει βεβαίως στην πασίγνωστη συμπάθεια του μεγάλου φιλοσόφου για τον ναζισμό, στο μεγάλο αυτό σκάνδαλο της ζωής του. Το άρθρο αυτό με οδήγησε, για μια ακόμη φορά, στο συμπέρασμα ότι λόγω πνευματικής οκνηρίας, λόγω έλλειψης φιλέρευνου πνεύματος και φιλομάθειας, στην εποχή μας – εποχή της ευκολίας – πρώτα θα γνωρίσουμε και θα μιλήσουμε για την προσωπική ζωή, για τις πολιτικές ή σεξουαλικές προτιμήσεις ενός μεγάλου στοχαστή και μόνο εν συνεχεία θα γνωρίσουμε – ΑΝ ποτέ γνωρίσουμε – το έργο του. Έχω προσωπικά γνωρίσει ουκ ολίγους ανθρώπους που μόλις ακούν το όνομα Χάιντεγκερ δηλώνουν τη φρίκη τους για τον ασπασμό του ναζισμού εκ μέρους του, χωρίς όμως να έχουν διαβάσει μια γραμμή από τα γραπτά του. Ή άλλους, που αναφερόμενοι με μεγάλη οικειότητα στον «Κορνήλιο» (Καστοριάδη) – σα να έπαιζαν μαζί του καρπαζιές στα Αθηναϊκά ή αργότερα στα Παρισινά στενά – θα μιλήσουν με τεράστια ευκολία για όσα μπορεί να έχει αρπάξει το αυτί τους για την προσωπική του ζωή ή τις πολιτικές του προτιμήσεις, χωρίς να έχουν πολυανοίξει τα βιβλία του. Εξίσου εύκολα θα αναφερθούν πολλοί που έχουν τελευταίως γνωρίσει τον Νίτσε μέσα από τα δημοφιλή βιβλία του Ίρβιν Γιάλομ, στη χαρακτηριστικά μοναχική προσωπική ζωή του μεγάλου φιλοσόφου ή σε διάφορα επεισόδια της ζωής του και το πώς βυθίστηκε στην παράνοια χωρίς να έχουν ποτέ στη ζωή τους ανοίξει ένα βιβλίο του, χωρίς να έχουν διαβάσει ΕΝΑΝ από τους περίφημους αφορισμούς του. Κατά παρόμοιο τρόπο και με αφοπλιστική ευκολία θα μιλήσουν άλλοι για την ομοφυλοφιλία του Βίτγκενσταϊν χωρίς να έχουν ιδέα για το έργο του, για τον «δάσκαλο» Αριστοτέλη ή για τον «μεγάλο» Πλάτωνα χωρίς να έχουν την παραμικρή σε βάθος αντίληψη περί τίνος πρόκειται και έχοντας χάσει κάθε επαφή με την αρχαιοελληνική σκέψη από τα σχολικά τους χρόνια και ύστερα, για τον «σχολαστικό» Καντ που οι νοικοκυρές του Κένιγκσμπεργκ ρύθμιζαν τα ρολόγια τους με την απογευματινή του βόλτα χωρίς να ξέρουν το παραμικρό για το έργο του κομβικού αυτού στην ιστορία της Δυτικής σκέψης διανοητή, για το τι έλεγε ο τόσο παρεξηγημένος Μαρξ χωρίς ποτέ να έχουν διαβάσει έστω μια αράδα από το ογκώδες έργο του. Πρώτα θα μάθουμε κάθε λεπτομέρεια της προσωπικής ζωής τους, μέσα από λεπτομερείς και «πιπεράτες» βιογραφίες που τόσο της μοδός έγιναν τα τελευταία χρόνια και μόνο πολύ αργότερα, όταν και ΑΝ βρούμε το χρόνο, θα ψάξουμε να βρούμε τι τελικά είπαν, θα αναζητήσουμε δηλαδή τον λόγο για τον οποίο τόσο μας απασχολούν, εμάς και τους ακάματους βιογράφους, οι ζωές τους. Μοιάζει σα να έχει διαχυθεί η κουτσομπολίστικη υποκουλτούρα των μεσημεριανών τηλεοπτικών εκπομπών στην καθημερινότητά μας, έχοντας διαβρώσει ακόμη και τις ευγενέστερες όψεις της. Φτάσαμε να γνωρίζουμε τα ροζ ή όποιου άλλου χρώματος μικρά ή μεγάλα μυστικά των μεγάλων του Δυτικού πνεύματος χωρίς να ξέρουμε το παραμικρό για τη σκέψη τους. Ειλικρινά, την επόμενη φορά που θα πέσω επάνω σε έναν ακόμη παλιό γνώριμο του «Κορνήλιου» θα τον ρωτήσω τι παιχνίδια έπαιζαν με τον παιδικό του φίλο και μεγάλο διανοητή στα Αθηναϊκά δρομάκια, όταν μεγάλωναν παρέα στις αρχές της δεκαετίας του ’30.

ΥΓ: Στη φωτογραφία, ο «μοναχικός» Νίτσε.

14 Φεβ 2009

H στιγμή του Καρναβαλιού

Μάλιστα, ήρθε η στιγμή του Καρναβαλιού. Η στιγμή που σαν η Ελλάδα ολόκληρη να προσπαθεί ν' αποτινάξει τα δεσμά της εξάρτησης από την επίγεια και συνάμα αλλόκοσμη εξουσία που λέγεται Εκκλησία, από τον ραγιαδισμό απέναντι στους ρασοφόρους. Και να προτάξει το ανάστημά της έναντι στον κάθε Εφραίμ. «Εμφύλιος» πόλεμος ξέσπασε στην Πάτρα, με αφορμή άρμα-Εφραίμ που σατιρίζει τον ηγούμενο-μπίζνεσμαν. Πρωταγωνιστές, απ’ τη μια οι διοργανωτές του Καρναβαλιού και δημιουργοί του άρματος και απ’ την άλλη τοπικός θρησκευτικός σύλλογος και διάφοροι άλλοι πιστοί, εντός και εκτός του Δημοτικού Συμβουλίου της πόλης. Πρόκειται νομίζω για μια κομβική συγκυρία, η σπουδαιότητα της οποίας δύσκολα μπορεί να υπερτιμηθεί. Αν τελικά επικρατήσουν οι θιγμένοι πιστοί θα έχουμε μια σαφή οπισθοδρόμηση, μια, ακόμη, υπαναχώρηση του χιούμορ μπροστά στην ορμητική δύναμη της Ορθοδοξίας. Αν επικρατήσουν οι εμπνευστές του άρματος και το δούμε να παρελαύνει στους δρόμους της Αχαϊκής πρωτεύουσας, θα αποτελέσει σαφώς βήμα χειραφέτησης από τη θρησκοληψία, την υποκριτική σεμνοτυφία, τον στείρο πουριτανισμό που επικρατεί ιδίως στη λεγόμενη περιφερειακή Ελλάδα, δηλαδή στις εκτός Αθηνών πόλεις και χωριά μας. Ας παρελάσει το άρμα, θα έλεγα. Ας επικρατήσει το χιούμορ, η σάτιρα, η αστείρευτη αυτή ζωογόνος πηγή του λαού μας έναντι της θρησκευτικής νομιμοφροσύνης, του Ορθόδοξου καθωσπρεπισμού. Ας αποδείξουμε ότι ως λαός μπορεί να σταυροκοπιόμαστε ολημερίς σα για να ξορκίσουμε την κακή μας τύχη που πάμε όπως πάμε, αλλά διαθέτουμε και το σαρκαστικό πνεύμα που μπορεί να λάμψει ακόμη και μέσα στη μεγαλύτερη μαυρίλα, στην σκοτεινότερη εποχή μας. Αυτό το άρμα σηματοδοτεί, στα μάτια μου, τον θρίαμβο του σπιρτόζου, χιουμορίστα νεοέλληνα έναντι του σκυθρωπού, θεοφοβούμενου εαυτού του: την ευφάνταστη ανταρσία της ελεύθερης ψυχής του έναντι των Εφραίμ όχι μόνο της εκκλησίας αλλά και της πολιτικής, της κοινωνίας μας, της γειτονιάς μας, της πολυκατοικίας μας. Αυτές τις Απόκριες ήρθε νομίζω πια ο καιρός, ωρίμασαν οι συνθήκες για να πέσουν μερικές-μερικές μάσκες… εσείς τι λέτε;

13 Φεβ 2009

Νενίκηκά σε SUV!

Σήμερα το απόγευμα, περπατώντας, βγήκα σ’ έναν κεντρικό δρόμο της Αθήνας και ετοιμαζόμουν να περάσω απέναντι, από τη διάβαση των πεζών, για να πάρω το τραμ. Στην απέναντι μεριά του δρόμου ήταν η στάση του τραμ, όπου χωρίς να το ξέρω το τραμ επρόκειτο να καταφτάσει σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Μετά χαράς διαπίστωσα ότι τα αυτοκίνητα είχαν κόκκινο αλλά και ότι δεν είχα πολύ χρόνο στη διάθεσή μου: οι οδηγοί φαίνονταν ανυπόμονοι να ξεκινήσουν. Ξεκίνησα λοιπόν να διασχίσω τη διάβαση αλλά είδα, καταμεσής της, ένα τεράστιο μαύρο SUV – απ’ αυτά τα απροσδιορίστου μάρκας κτηνώδη status symbols – να καταλαμβάνει σιγά-σιγά τη διάβαση, κλείνοντάς μου το δρόμο. Κοιτάζοντας στη θέση του οδηγού είδα μια κυρία με ομολογουμένως άψογη κόμμωση, κινητό στο αυτί και το ένα της μάτι να κοιτάζει λοξά το φανάρι για να δει πότε θα ανάψει πράσινο – το άλλο μάτι στάθηκε αδύνατο να αντιληφθώ που κοίταγε. Το κτηνώδες όχημα συνέχιζε να τσουλάει επάνω στη διάβαση, οπότε κάποια στιγμή το βρήκα ακριβώς μπροστά μου, στο ύψος της πόρτας του συνοδηγού. Για κλάσματα του δευτερολέπτου σκέφτηκα τι να κάνω: να υποχωρήσω ή να κάνω κάτι; Αποφάσισα για το δεύτερο, πέρασα στην μπροστινή του πλευρά – συνειδητοποιώντας ότι η κυρία όλη αυτή την ώρα δεν με είχε δει και ότι διέτρεχα ανά πάσα στιγμή κίνδυνο να με… ισοπεδώσει – και τη στιγμή που βρέθηκα ακριβώς μπροστά του, με αυτό πάντα εν κινήσει, χτύπησα με το χέρι μου ελαφρά το καπό για να την κάνω να με αντιληφθεί και να σταματήσει. Με το χτύπημα πράγματι με αντιλήφθηκε κι έκανε έναν μορφασμό σα να έλεγε «α, είσαι κι εσύ εδώ;». Αφού άνοιξα τα χέρια διάπλατα διαμαρτυρόμενος για αυτή την κατάληψη της διάβασης δια του… όγκου, συνέχισα και έφτασα επιτέλους στην απέναντι, σωτήρια όχθη του δρόμου. Ταυτόχρονα είδα το τραμ να έρχεται. Aν το είχα χάσει το επόμενο θα το περίμενα πολλή ώρα, μέσα στο κρύο. Σκέφτηκα λοιπόν ότι αν είχα υποχωρήσει τη στιγμή του δισταγμού, όλα θα ήταν πολύ διαφορετικά. Και ότι ήταν μια απ’ αυτές τις μικρές-μεγάλες στιγμές, η άνιση αυτή μάχη της διάβασης μεταξύ πεζού και SUV, που μας μένουν μέσα από τον ανεμοστρόβιλο της καθημερινότητας. Και που έχουν τη δική τους, ανεκτίμητη αξία.

11 Φεβ 2009

Γιατί ο Ομπάμα θα πάτωνε στην Ελλάδα

Γιατί πιστεύω ότι ο Ομπάμα – προσέξτε, όχι κάποιος ΣΑΝ τον Ομπάμα, ο Ομπάμα αυτοπροσώπως – δεν θα τα κατάφερνε ποτέ στην Ελλάδα, ως υποψήφιος:

1) Η προεκλογική καμπάνια του Ομπάμα στηρίχτηκε σε δωρεές μικροποσών από εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους μέσω ίντερνετ. Εφάρμοσε δηλαδή πολύ επιτυχημένα το «όχι πολλά από λίγους αλλά λίγα από πολλούς». Υπάρχει ΕΝΑΣ Έλληνας που θα προσέφερε ένα οποιοδήποτε μικροποσό εθελοντικά για την προεκλογική καμπάνια ενός πολιτικού; Και μάλιστα μέσω ίντερνετ και ΧΩΡΙΣ να περιμένει αντάλλαγμα; Νομίζω πως όχι.

2) Κυρίαρχο προεκλογικό σύνθημα του Ομπάμα ήταν το «Αλλαγή στην οποία μπορούμε να πιστέψουμε». Υπάρχει κανένας Έλληνας μετά το ΄81 που να πιστεύει στην «Αλλαγή» ή που να εμπνέεται από σύνθημα που περιλαμβάνει τη λέξη «αλλαγή»; Και πάλι νομίζω πως όχι.

3) Ο Ομπάμα κέρδισε στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές κινητοποιώντας εκατοντάδες χιλιάδες εθελοντές που αυτο-οργανώθηκαν απ’ άκρη σ’ άκρη των ΗΠΑ για να προωθήσουν την υποψηφιότητά του. Υπάρχει ποτέ περίπτωση στην Ελλάδα να αυτο-οργανωθούν πραγματικά εθελοντικές και όχι κρυφοκομματικές ομάδες ανθρώπων – οικογένειες, γειτονιές, συνάδελφοι – για να προωθήσουν εντελώς αυθόρμητα την υποψηφιότητα ενός πολιτικού επειδή πραγματικά ΠΙΣΤΕΥΟΥΝ σ’ αυτόν; Και επιπλέον ΧΩΡΙΣ να περιμένουν ανταλλάγματα; Και πάλι δεν το βλέπω.

4) Ο Ομπάμα κέρδισε και τη μάχη των εντυπώσεων με τον μετρημένο, σεμνό και ισορροπημένο λόγο του, την χαρακτηριστικά αξιοπρεπή στάση του ακόμη και έναντι χτυπημάτων «κάτω από τη μέση» και με μια γενικότερη δημόσια παρουσία από την οποία απουσίαζαν οι φωνές, οι τσαμπουκάδες, οι απλωτές χειρονομίες. Υπάρχει περίπτωση Έλληνας πολιτικός – ΑΝ υπήρχε ποτέ τέτοιος – να κέρδιζε τις προτιμήσεις των Ελλήνων ψηφοφόρων ΧΩΡΙΣ φωνές, απλωτές χειρονομίες, φοβέρες και παλικαρισμούς; Δε νομίζω.

5) Ένα ακόμη χαρακτηριστικό και επαναλαμβανόμενο σύνθημα του Ομπάμα ήταν το «ναι, μπορούμε». Θα ακολουθούσε κανείς στην Ελλάδα κάποιον πολιτικό που θα υποσχόταν ότι «ναι, μπορούμε»; Πιστεύω πως όχι. Διότι καθημερινά ακούμε αλλά και διαπιστώνουμε πως όχι, δεν μπορούμε.

6) Δεν λέγεται Μπαράκ Παπανδρέου ούτε Μπαράκ Καραμανλής – ούτε καν Μπαράκ Μητσοτάκης ή Μπαράκ Σημίτης. Άρα δε θα είχε καμία ελπίδα, ιδίως μάλιστα για μια τόσο ταχεία ανέλιξη όπως αυτή από τη Γερουσία του Ιλινόι στην Προεδρία των ΗΠΑ μέσα σε λίγα μόνο χρόνια.

9 Φεβ 2009

Χρόνια πολλά Κάρολε

Φέτος γιορτάζονται τα 200 χρόνια από τη γέννηση του Καρόλου Δαρβίνου, πατέρα της Θεωρίας της Εξέλιξης. Η Εξέλιξη ήταν μια θεωρία η οποία, όπως η ηλιοκεντρική θεωρία του Κοπέρνικου του 16ου αιώνα που εκτόπισε τη Γη από το κέντρο του τότε γνωστού κόσμου και οι θεωρίες του Φρόυντ των αρχών του περασμένου αιώνα για την ανθρώπινη σεξουαλικότητα και το ασυνείδητο που ανέτρεψαν τον παραδοσιακό Δυτικό διαχωρισμό μεταξύ αμαρτωλής σαρκός και του κρυστάλλινης παρθενίας ανθρωπίνου πνεύματος, λειτούργησε ως γροθιά στο στομάχι του ανθρώπινου ναρκισσισμού, του μεγαλοϊδεατισμού μας ως είδους. Υποστηρίζοντας, ο Δαρβίνος, ότι όπως όλα τα άλλα ζωικά είδη έτσι κι εμείς – οι άνθρωποι, ντε – εξελιχθήκαμε, παρά το ότι μπορεί πλέον να μη θυμίζουμε σε τίποτα (;) τους όποιους μακρινούς προγόνους μας, προσγείωσε το ανθρώπινο είδος κάπως απότομα. Υπενθύμισε στον ψηλομύτη, αριστοκράτη άνθρωπο την ταπεινή, ζωική του καταγωγή. Και όπως σε κανέναν αριστοκράτη δεν αρέσει να του θυμίζουν τη μακρινή του ταπεινή καταγωγή, έτσι και η Εξέλιξη δεν βρήκε ορθάνοιχτες πόρτες μπροστά της. Ιδίως στην Ελλάδα, για να έρθω και στα καθ' ημάς. Παρότι πέρασαν σχεδόν 150 χρόνια από τη διατύπωσή της, η περίφημη θεωρία της εξέλιξης των ειδών ΔΕΝ διδάσκεται ακόμη στα σχολεία μας. Τη συναντάμε μόνο στο τελευταίο κεφάλαιο των βιβλίων Βιολογίας της Γ' Γυμνασίου και της Γ' Λυκείου, το οποίο, όπως αντιλαμβάνεστε, ως τελευταίο ούτε διδάσκεται, ούτε και περιλαμβάνεται στην εξεταστέα ύλη. Και όλα αυτά παρά το ότι για τους βιολόγους η Εξέλιξη αποτελεί την ενοποιητική τους θεωρία, τη ραχοκοκαλιά της Βιολογίας: σαν να μη διδάσκεται στη Χημεία το περιοδικό σύστημα, σαν να αφαιρείται από τη Φυσική η νευτώνεια θεωρία, σαν να μη διδάσκονται τα παιδιά ότι η Γη γυρίζει γύρω από τον Ήλιο, θα μας έλεγαν. Ας μην έχουμε παράπονο όμως. Πιστά στην μακραίωνη ελληνοχριστιανική παράδοση, στη θρησκοληψία που πολιτισμικά μας χαρακτηρίζει ανεπανόρθωτα από την εποχή των εικονομάχων και των εικονοκλαστών του Βυζαντίου, τα σχολεία μας διδάσκουν τη δημιουργία του ανθρώπου στο μάθημα των Θρησκευτικών. Εκεί τα παιδιά μαθαίνουν ότι ο Μεγαλοδύναμος σε μια στιγμή μεγάλου κεφιού έφτιαξε και τον άνθρωπο. Έτσι απλά. Οπότε τι άλλο να ζητήσουμε; Άλλωστε, δε θα είχε νομίζω και πολύ νόημα να διδάσκεται μια θεωρία της εξέλιξης σε μια χώρα που παραμένει χαρακτηριστικά ανεξέλικτη.

7 Φεβ 2009

Φαντασία δεν χρειάζεται μόνο η εξουσία



Μόλις επέστρεψα από μια βόλτα στο
Cosmos, όπου είχαμε πάει με τη γυναίκα μου για να αγοράσει κάτι που ήθελε αλλά – τελικά – και για να κουρευτώ. (Που αλλού θα έβρισκα να κουρευτώ χωρίς ραντεβού – εξαιρουμένων των μπαρμπέρικων – Σάββατο νωρίς το μεσημέρι; Μόνο σε ένα εμπορικό κέντρο.) Εκεί λοιπόν που βολτάραμε, φτάνουν στ' αυτιά μας κάτι άχαρες γαϊδουροφωνάρες. Και βλέπουμε πλησιάζοντας ένα τσούρμο νεαρούς και νεαρές με ένα ανορθόγραφο πανό – η 'εκμετάλλευση' θέλει δυο λάμδα νομίζω, αλλά απ' την άλλη όπως του αρέσει κανενός – πιασμένο σε κάτι γλάστρες να βροντοφωνάζουν συνθήματα για την Κωνσταντίνα Κούνεβα. Οπότε τι έχουμε; Έχουμε ένα αναμφισβήτητα ωραίο κίνητρο για μια δίκαιη διαμαρτυρία. Έχουμε επίσης εύστοχη επιλογή του τόπου διαμαρτυρίας, το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της ανατολικής Θεσσαλονίκης στην πιο πολυσύχναστη ημέρα και ώρα του. Αλλά με λάθος – μα εντελώς λάθος – ΤΡΟΠΟ. Φωνάζοντας στ' αυτιά των περιπατητών του Cosmos, ανθρώπων που μετά από μια πιθανότατα κουραστική εβδομάδα ήρθαν να ξεχαστούν για λίγο και να χαλαρώσουν, απλώς τους κάνεις να δυσανασχετήσουν και να ψάχνουν πώς να αμυνθούν στην ηχητική σου επίθεση. Δεν νοείται, δηλαδή, εν έτει 2009, να διαμαρτύρεσαι με τρόπους των 80ς. Νομίζω ότι αυτά τα παιδιά είχαν άμεση ανάγκη έναν επικοινωνιολόγο, έναν μαρκετίστα, έναν image maker, έναν campaign manager, έναν άνθρωπο δηλαδή που θα τα μυούσε σε πιο σύγχρονες, φιλικότερες προς τους αποδέκτες του μηνύματός τους μορφές διαμαρτυρίας. Θα μπορούσαν για παράδειγμα με συνοδεία ωραίας, ευχάριστης μουσικής να μοιράζουν τριαντάφυλλα μαζί με ένα καλαίσθητο έντυπο γύρω από την Κωνσταντίνα Κούνεβα. Κάτι τέτοιο νομίζω ότι και μεγαλύτερη απήχηση θα είχε και περισσότερο της εποχής μας θα ήταν. Διότι καλές οι διαμαρτυρίες, ιδίως γύρω από την Κωνσταντίνα Κούνεβα, αλλά ακόμα καλύτερο θα ήταν να διεξάγονται και με σύγχρονα μέσα. Κανείς δε χρειάζεται κι άλλες ενοχλητικές φωνές, φτάνουν όσες ακούμε καθημερινά από τα τηλεοπτικά παράθυρα. Αυτό που χρειάζεται; Φαντασία, όχι μόνο στην εξουσία αλλά και στους επικριτές της.

6 Φεβ 2009

H Aριστερά, η μπάλα και τα χαμόγελα



Με χαμόγελα βγήκαν από τη σημερινή συνάντησή τους ο Αλέξης (μπαρμπα) Τσίπρας και ο υπουργός ΠΕΧΩΔΕ (μπαρμπα) Γιώργος Σουφλιάς. Για μια ακόμη φορά, η Αριστερά απέδειξε βροντερά ότι απλώς δεν υπάρχει. Για ποια Αριστερά μιλάω; Μα για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον πρόεδρό του. Που υποτίθεται έχει στο επίκεντρο της πολιτικής του το περιβάλλον, τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας και γενικότερα την οικολογία. Και βρίσκεται απέναντι στον χειρότερο υπουργό Περιβάλλοντος που πέρασε ποτέ από τη χώρα. Έναν άνθρωπο που λόγω ηλικίας και προβλημάτων υγείας – όπως έχει ο ίδιος δηλώσει – δεν έχει παραβρεθεί σε καμία διεθνή περιβαλλοντική διάσκεψη αλλά δεν έχει συμμετάσχει ούτε στις συνεδριάσεις της Επιτροπής Περιβάλλοντος της Βουλής. Έναν υπουργό Χωροταξίας που χτίζει αυθαίρετα, συμβάλλοντας στη χωροαταξία. Έναν συμπαθή (;) γέροντα που καλείται, παρά την ηλικία και τη νοοτροπία του να διαμορφώσει πολιτικές γύρω από παγκόσμιας εμβέλειας προκλήσεις όπως οι κλιματικές αλλαγές, οι νέες μορφές ενέργειας, η περιβαλλοντική ρύπανση, η οικολογική διαχείριση των απορριμμάτων, η προστασία της φύσης και της βιοποικιλότητας. Και μιλώντας για βιοποικιλότητα, πριν λίγες μέρες γιορτάστηκε η Παγκόσμια Ημέρα Υγροτόπων, που στην Ελλάδα θα ταίριαζε να γιορτάζεται ως ημέρα μνήμης των ελληνικών υγροτόπων, οι οποίοι όπως επισημαίνει η WWF, αν και προστατευόμενοι – προστατευόμενοι και στην Ελλάδα: το πιο σύντομο ανέκδοτο – , βρίσκονται σήμερα σε οικτρή κατάσταση. Αλλά μάλλον τον κύριο Τσίπρα τον αφορά και τον ενδιαφέρει περισσότερο το καινούργιο γήπεδο του Παναθηναϊκού και η συμφωνία επ’ αυτού με τον κύριο Σουφλιά από την τουλάχιστον αδιάφορη στάση του κυρίου υπουργού απέναντι στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, στο περιβάλλον και βεβαίως στους υποβαθμισμένους ελληνικούς υγρότοπους.

5 Φεβ 2009

Μεταξύ ανεργίας και ψυγείου



Στο ψυγείο έκρυψαν, σε κονσερβοποιία της βαρύτατα χτυπημένης από την ανεργία Νάουσας ανασφάλιστες εργάτριες οι ιδιοκτήτες της, προκειμένου να αποφύγουν τις κυρώσεις από την Επιθεώρηση Εργασίας σε αιφνιδιαστική επίσκεψη. Προσωπικά, δεν εκπλήσσoμαι από την είδηση αυτή. Το ότι στην Ελλάδα χιλιάδες άνθρωποι, καθημερινά, εξαναγκάζονται σε μεροκάματα χωρίς ένσημα αποτελεί οικεία πραγματικότητα την οποία, είτε έτσι είτε αλλιώς, όλοι έχουμε βιώσει. Γιατί λοιπόν θα έπρεπε να αποτελεί είδηση το ότι με το που πάτησαν το πόδι τους – αν και μάλλον θα είχε πέσει «σύρμα», από πριν – οι ελεγκτές της Επιθεώρησης Εργασίας στην εν λόγω κονσερβοποιία οι ιδιοκτήτες της έσπευσαν να κρύψουν τις ανασφάλιστες εργάτριες στα ψυγεία; Ίσως λόγω του τραγικού του πράγματος, λόγω του ακραίου της περιπτώσεως. Αλλά ίσως και λόγω του ισχυρού νομίζω συμβολισμού του, ότι πλέον όχι μόνο τα εργασιακά δικαιώματα αλλά και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι έχουν μπει στο ψυγείο, έχουν περάσει στη συλλογική μας λήθη μαζί με τα δικαιώματά τους. Άραγε τι να σκέφτονταν οι γυναίκες αυτές όση ώρα τουρτούριζαν στα ψυγεία περιμένοντας να τελειώσει ο έλεγχος; Ότι τις αντιμετωπίζουν ως πράγματα, ως βαρίδια οι εργοδότες τους; Ότι εργάζονται υπό απάνθρωπες συνθήκες; Ό,τι και να σκέφτονταν, δε νομίζω ότι δυστυχώς αλλάζει και πολύ τα πράγματα. Το δίλημμα γι’ αυτές παραμένει: θες δουλειά; Στο ψυγείο. Θες περισσότερα; Στο δρόμο. Και κάπου εκεί παίρνουν το δρόμο προς το ψυγείο…

4 Φεβ 2009

Ο Ομπάμα των Ρεπουμπλικανών



Nέος πρόεδρος του Ρεπουμπλικανικού κόμματος εξελέγη, όπως βλέπετε, ένας μαύρος. Έκπληξη; Ή μήπως όχι; Ο πρώτος μαύρος Πρόεδρος των ΗΠΑ, δηλαδή ο Ομπάμα, ήταν οπωσδήποτε μια μεγάλη έκπληξη. Ο νέος ηγέτης των Ρεπουμπλικανών, απλώς ο δεύτερος μαύρος μετά τον Ομπάμα που αναλαμβάνει ηγετικό πολιτικό ρόλο στις ΗΠΑ. Οι Δημοκρατικοί πρωτοτύπησαν, οι Ρεπουμπλικανοί απλώς μιμήθηκαν. Εκλέγοντας έναν νέο, μόλις 50 ετών, μαύρο πρόεδρο, λίγες μόλις εβδομάδες μετά την ορκωμοσία του επίσης νέου, πρώτου μαύρου – αλλά και Δημοκρατικού – Προέδρου των ΗΠΑ όχι μόνο δεν καινοτόμησαν αλλά έδειξαν ακριβώς το αντίθετο: ότι ελλείψει ανεξάρτητης και ισχυρής δικής τους πολιτικής προσωπικότητας επέλεξαν να μιμηθούν τον αντίπαλό τους στην καινοτομία του, μπας και βγουν από τα αδιέξοδά τους.

Η ανάδειξη στην προεδρία του Ρεπουμπλικανικού κόμματος ενός μαύρου όχι μόνο δεν κατάφερε ούτε θα μπορούσε ποτέ να συναγωνιστεί τις πρωτόγνωρα θετικές εντυπώσεις που άφησε η ραγδαία ανέλιξη του Ομπάμα, μέσα σε λίγα χρόνια, από τη Γερουσία του Illinois στην Προεδρία των ΗΠΑ, αλλά επιπλέον δίνει ένα χαρακτηριστικό στίγμα: αυτό του δεύτερου και καταϊδρωμένου, ενός κόμματος που όχι μόνο ο υποψήφιός του για την προεδρία ήρθε μακράν δεύτερος πίσω από τον Ομπάμα, αλλά έρχεται ξανά δεύτερο στην επιλογή ενός δικού του επίδοξου Ομπάμα επικεφαλής του. Ο οποίος φαίνεται να αντιπροσωπεύει περισσότερο μια επικοινωνιακή κίνηση στρατηγικής για καλύτερο μάρκετινγκ του κόμματος των Ρεπουμπλικανών στην πολιτική αγορά των ΗΠΑ, μια αποτυχημένη προσπάθεια αξιοπρεπούς ανασύνταξης μετά την εκλογική τους ήττα, παρά μια ρηξικέλευθη πολιτική και όχι απλώς επικοινωνιακή επιλογή, όπως ήταν αυτή του Ομπάμα για το χρίσμα του υποψηφίου Δημοκρατικού προέδρου αρχικά και για την ίδια την προεδρία των ΗΠΑ έπειτα.

3 Φεβ 2009

To χαμένο κέντρο



Μια εικόνα, λένε, αξίζει χίλιες λέξεις. Ένα ολόκληρο βίντεο – που αποτελείται από δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες εικόνες – πόσες λέξεις άραγε αξίζει; Αναρίθμητες, αναμφίβολα. Οπότε τι να πουν τα λόγια. Άλλωστε, το βίντεο που βλέπετε αναπαριστά νομίζω ανάγλυφα τη σημερινή Ελλάδα: ένα κουβάρι συνδικαλιστών, ανδρών των ΜΑΤ, πολιτικών και παρατρεχάμενων αλλά και αργόσχολων «περίεργων», που όλοι τους περιστρέφονται με ακρίβεια τηλεπικοινωνιακού δορυφόρου στην τροχιά τους, γύρω από ένα χαμένο κέντρο. Τρακτέρ εξοπλισμένα με ελληνικές σημαίες, μαγκουροφόρους και ελαιόδεντρα, άνδρες των ΜΑΤ που ψεκάζουν στα πρόσωπα των ανθρώπων αμέριμνοι, σα να περιποιούνται τα φυτά στη βεράντα ή το σαλόνι τους, πολιτικοί που έσπευσαν προς άγραν ψήφων και εύκολης δημοσιότητας, παρατρεχάμενοι που για κάτι τέτοια ζουν, για να ξεχωρίσουν ανάμεσα στους άλλους κοινούς θνητούς ως συνοδοί του βουλευτή. Όλοι τους στροβιλίζονται γύρω από τη χαμένη μας κοινωνικότητα, τη χαμένη μας αμοιβαία εμπιστοσύνη, τη χαμένη μας αξιοπρέπεια, τη χαμένη μας αθωότητα σαν δορυφόροι ενός πλανήτη που δεν υπάρχει πια σε ένα σύμπαν μικροσυμφερόντων, άναρθρων κραυγών και βίας, στο οποίο έχουν καταδικαστεί να αιωρούνται αιωνίως. Κι εμείς μαζί τους.

1 Φεβ 2009

Κακίες

Ξεφυλλίζοντας όπως έλεγα αυτές τις μέρες το Δοκίμιο για την Αμερική του Γιώργου Θεοτοκά, έπεσα και πάνω στις εντυπώσεις του από τα αμερικανικά πανεπιστήμια. Και κάπου μ’ έπιασε στεναχώρια, συγκρίνοντας μελαγχολικά τα αμερικανικά πανεπιστήμια όπως τα περιέγραφε με τα σημερινά ελληνικά των κομματικών νεολαιών, των καταλήψεων και εγκαταλείψεων. Το Πανεπιστήμιο στην Αμερική είναι ένας θεσμός με πολύ πλατύτερο περιεχόμενο παρά στην Ευρώπη, λέει ο Θεοτοκάς. Είναι μια οργανωμένη κοινότητα, όπου, κατά μέγα μέρος, κατοικούν οι φοιτητές. Πολύ συχνά το κτιριακό και φυσικό του περίγυρο είναι αληθινά ωραίο, κατάλληλο για να δίνει χαρά στην ψυχή κι ισορροπία στο μυαλό. Περιέχει μιαν εκκλησία που τη χρησιμοποιούν όλα τα χριστιανικά δόγματα, ένα ή περισσότερα θέατρα, μουσεία, βιβλιοθήκες, ορχήστρες, χορωδίες, αίθουσες για διαλέξεις και για εκθέσεις, λέσχες, στάδια, γυμνάσια, πάρκα. Η ακτινοβολία του είναι μεγάλη. Είναι κέντρο πνευματικής και καλλιτεχνικής κίνησης όχι μόνο για τους σπουδαστές του, μα και για την πόλη όπου εδρεύει.

Η σχέση των καθηγητών και των φοιτητών είναι φιλική, συντροφική. Δεν είναι σπάνιο να τους δει κανείς να παίζουν μαζί σαν συνομήλικοι. Φαίνεται πως το ιδανικό των οργανισμών αυτών δεν είναι να επιβάλουν στους τροφίμους τους, από καθέδρας, ιδέες και τρόπους του σκέπτεσθαι, αλλά να πλουτίσουν την ατομικότητά τους και να της δώσουν τα μέσα ν’ αναπτύξει την πρωτοβουλία της στον κόσμο του πνεύματος και, επίσης, στην περιοχή της κοινωνικής δράσης. Το Πανεπιστήμιο δεν είναι μονάχα εκπαιδευτήριο, αλλά και μια μικρή πρότυπη πόλη, σαν πρόπλασμα της μεγάλης κοινωνίας όπου πρόκειται να ζήσουν οι νέοι. Είναι όμως ένα πρόπλασμα εξαιρετικά ευχάριστο κι αγαπητό, που το αναπολούν σ’ όλην τη ζωή τους με νοσταλγία, το παρακολουθούν με στοργή κι είναι πάντα πρόθυμοι να του προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και την οικονομική τους ενίσχυση, αν μπορούν.

Για σταθείτε όμως. Ξάφνου συνειδητοποίησα ότι με μικρές μόνον αλλαγές όλα αυτά ισχύουν ΚΑΙ για τα σημερινά ελληνικά πανεπιστήμια. Το Πανεπιστήμιο στην Ελλάδα λοιπόν είναι ένας θεσμός με πολύ πλατύτερο περιεχόμενο παρά στην Ευρώπη. Είναι μια οργανωμένη κοινότητα, όπου, κατά μέγα μέρος, κατοικούν διάφοροι κατά καιρούς καταληψίες. Πολύ συχνά το κτιριακό και φυσικό του περίγυρο είναι αληθινά άσχημο, κατάλληλο για να χαρίζει μιζέρια στην ψυχή κι ανισορροπία στο μυαλό. Περιέχει εγκαταστάσεις που τις χρησιμοποιούν όλα τα κομματικά δόγματα για τις νεολαίες τους, ένα ή περισσότερα θέατρα των μαχών όταν γίνονται ταραχές, μουσεία στα οποία θαυμάζουμε τον θεσμό του ασύλου, βιβλιοθήκες, χορωδίες φοιτητών που φωνάζουν για τα «δίκαια αιτήματά τους», αίθουσες για διαλέξεις και για εκθέσεις, κομματικές λέσχες, στάδια, γυμνάσια, πάρκα. Η ακτινοβολία του είναι μεγάλη. Είναι κέντρο πνευματικής και καλλιτεχνικής κίνησης αλλά και διακίνησης ουσιών – άσυλο γαρ – όχι μόνο για τους σπουδαστές του, μα και για την πόλη όπου εδρεύει.

Η σχέση των καθηγητών και των φοιτητών παραείναι φιλική, συντροφική μέχρι αηδίας. Δεν είναι σπάνιο να τους δει κανείς να παίζουν ξύλο. Φαίνεται πως το ιδανικό των οργανισμών αυτών δεν είναι να επιβάλουν στους τροφίμους τους, από καθέδρας, ιδέες και τρόπους τους σκέπτεσθαι, αλλά να πλουτίσουν την ατομικότητά τους και να της δώσουν τα μέσα ν’ αναπτύξει την πρωτοβουλία της στον κόσμο της κομματοκρατίας, της διαπλοκής και των εύκολων διαδηλώσεων και, επίσης, στην περιοχή της κομματικής δράσης. Το Πανεπιστήμιο δεν είναι μονάχα εκπαιδευτήριο, αλλά και μια μικρή πρότυπη πόλη, σαν πρόπλασμα της μεγάλης κοινωνίας όπου πρόκειται να ζήσουν οι νέοι. Είναι όμως ένα πρόπλασμα εξαιρετικά ευχάριστο κι αγαπητό, που το αναπολούν σ’ όλην τη ζωή τους με νοσταλγία, το παρακολουθούν με στοργή κι είναι πάντα πρόθυμοι να του προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και την οικονομική τους ενίσχυση, αν μπορούν.

Κυνήγι μαγισσών

Για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), η εκμετάλλευση των οποίων στην Ελλάδα σκοντάφτει διαρκώς σε κάθε λογής εμπόδια, έχω μιλήσει ξανά και ξανά απ' αυτό το blog τονίζοντας πόσο πίσω βρισκόμαστε –περισσότερο κάθε μέρα που περνά – εν συγκρίσει με άλλες ευρωπαϊκές χώρες λιγότερο προικισμένες, λιγότερο τυχερές από άποψης ηλιοφάνειας ή ανέμων. Και υπενθυμίζοντας ότι η Ελλάδα, που απολαμβάνει τη μεγαλύτερη ηλιοφάνεια στην Ευρώπη, με τους ανέμους να σαρώνουν το Αιγαίο Πέλαγος και τα νησιά του, βρίσκεται δυστυχώς ουραγός στην εκμετάλλευση ηλιακής και αιολικής ενέργειας. Έπεσα σήμερα πάνω και σε ένα άρθρο της Καθημερινής, που μιλά για τον διωγμό διαρκείας που υφίστανται οι ΑΠΕ στη σημερινή Ελλάδα, ακόμη και από αλλοτινούς τόπους εξορίας. Την ίδια στιγμή που οι Καταλανοί στην όχι και τόσο μακρινή από άποψης ηθών και κουλτούρας Καταλονία εγκαθιστούν φωτοβολταϊκά συστήματα ακόμη και στα νεκροταφεία, στην Ελλάδα ακόμη και στο νοτιότερο άκρο της, στη Γυάρο, η εγκατάσταση ανεμογεννητριών «κόλλησε» λόγω αντιδράσεων γύρω από τον «χαρακτήρα της βραχονησίδας ως μνημείο της νεότερης ιστορίας». Δεν ξέρω, αλλά νομίζω ότι απ' αυτή την άποψη ολόκληρη η Ελλάδα αποτελεί μνημείο της νεότερης ιστορίας - προφανώς όμως δεν υπάρχει φυλασσόμενος χώρος αρκετά μεγάλος για να τη χωρέσει. Άλλη απόπειρα εγκατάστασης ανεμογεννητριών στα Δερβενοχώρια «σκάλωσε» σε προσφυγή στο ΣτΕ μοναχής της Ιεράς Μονής Οσίου Μελετίου Κιθαιρώνος, η οποία ζητούσε «έμπρακτο σεβασμό της πνευματικής ασκήσεως των μοναχών» που διαταράσσεται από τη λειτουργία των ανεμογεννητριών - ιδού και οι συνέπειες της μεσαιωνικού νομίζω τύπου μοναχοπαπαδοκρατίας που εξακολουθεί, εν έτει 2009, να μαστίζει την Ελλάδα. Σε άλλη περίπτωση, στην Aμάρυνθο Ευβοίας, «κουκολοφόροι» ξήλωσαν τέσσερις φορές τους μετρητές που είχαν στηθεί για τη μέτρηση του αέρα προκειμένου να στηθεί αιολικό πάρκο, αφού πρώτα ξυλοκόπησαν τους σεκιουριτάδες που αναγκάστηκε να βάλει η εταιρεία μετά το πρώτο ξήλωμα και έκαψαν τις μπουλντόζες. Στη Σκύρο πάλι έχει μπλοκαριστεί επένδυση λόγω κατοίκων που υποστηρίζουν μεταξύ άλλων ότι «θα εξαφανιστεί το αλογάκι της Σκύρου και θα καταστραφεί η κτηνοτροφία».

Για να μην τα πολυλογώ, νομίζω ότι σε αυτή τουλάχιστον την περίπτωση, στο ανηλεές δηλαδή κυνήγι των σύγχρονων μαγισσών που λέγονται ΑΠΕ είμαστε, ως λαός, απολύτως άξιοι της τύχης μας και της νοοτροπίας μας.