Πήγαμε σήμερα με τη γυναίκα μου στο κοντινό μας βουνό, παίρνοντας από το σπίτι μια-δυο σακούλες με λαγάνα, ταραμοσαλάτα, προσούτο (έχουμε και αδυναμίες) και κρασί με δυο κολονάτα ποτήρια που δεν έσπασαν στη διαδρομή (ΟΥΤΕ του γυρισμού!). Βρήκαμε ένα μικρό κιόσκι ψηλά στο βουνό, απ’ όπου έβλεπες από κάτω ολόκληρη τη Θεσσαλονίκη στο πιάτο. Αφήσαμε δίπλα μας και τα παράθυρα στο τζιπάκι μας ανοιχτά με το ραδιόφωνο να παίζει κεφάτη μουσική, ανοίξαμε το κρασί και… απολαύσαμε την όμορφη μέρα. Κάποια στιγμή, που βοηθούντος και του κρασιού – μια μποτίλια ροζέ ‘Λευκαδίτικη Γη’, λάφυρο από τις διακοπές του περσινού καλοκαιριού στη γαλίφικη Λευκάδα – άρχισα να… φέρνω τις στροφές μου εκεί, κάτω απ’ το κιόσκι, ανάμεσα στα ξύλινα παγκάκια και γύρω απ’ το ξύλινο, στρογγυλό τραπεζάκι, κάνοντας τη συνοδοιπόρο μου σ’ αυτή την ορεινή οινοποσία να βάλει τα γέλια, άρχισα να συνειδητοποιώ κάτι. Ότι είμαστε, οι σημερινοί τριαντάρηδες, στερημένη γενιά, σε αντίθεση με τη γενιά των γονιών μας, που απ’ αυτή την άποψη μου φαίνεται χορτασμένη. Από ποια άποψη; Από την άποψη των απλών χαρών της ζωής, της αυθεντικής απόλαυσης των στιγμών. Οι άνθρωποι της γενιάς των γονιών μου μπορεί να μην είχαν pc, πρόσβαση στο internet, dvd, κινητό με hands free, abs και cd player στο αυτοκίνητο – ή να μην είχαν καν αυτοκίνητο. Είχαν όμως τη μοναδική ευκαιρία να ζήσουν σε χρόνια που ήξεραν να γλεντάνε, που η κάθε μέρα σήμαινε κάτι, που η Καθαρά Δευτέρα σήμαινε εξόρμηση στην εξοχή με τα σαρακοστιανά, λίγο κρασάκι και καλή παρέα. Ήξεραν να τραγουδάνε στο δρόμο για την εκδρομή και όχι απλώς να ακούνε σιωπηρά, με ατάραχο, πίσω από αδιαπέραστα γυαλιά ηλίου, ύφος, μουσική από το ραδιόφωνο ή το cd player. Ήξεραν να μιλάνε με τους γείτονες χωρίς να κουτσομπολεύουν, να γελάνε χωρίς να χλευάζουν, να τρώνε και να πίνουν χωρίς να ανησυχούν μην παχύνουν ή για τους κινδύνους του αλκοόλ που επεσήμαινε η χθεσινή έρευνα στην εφημερίδα. Προσέξτε, δεν εξιδανικεύω μια εποχή και τους ανθρώπους της, ούτε νοσταλγώ – πώς να νοσταλγήσω άλλωστε κάτι που το έζησα ξώφαλτσα; Απλώς, με ανησυχεί λίγο η δική μας η εποχή. Γιατί νομίζω ότι ο χρόνος μας λιγοστεύει διαρκώς περισσότερο, και λιγοστεύει σε βάρος των αυθεντικών στιγμών που κρύβει, που μπορεί ακόμη να μας χαρίσει αυτή η ζωή. Και μένουμε με τα ασήμαντα, με τις αβαθείς εμπειρίες. Μένουμε να πλατσουρίζουμε στα ρηχά της ζωής, χωρίς να ξανοιγόμαστε. Να τη χαζεύουμε σαν έργο τέχνης, χωρίς να την αγγίζουμε.
Στη φωτογραφία, ένα πραγματικό έργο τέχνης: Paul Cézanne, Nature morte avec des pommes (Νεκρή φύση με μήλα), 1890.